Σάββατο 20 Μαΐου 2017

«Μας έχουν γεράσει πριν την ώρα μας. Μας έχουν πηδήξει τα όνειρα»

«Μας έχουν γεράσει πριν την ώρα μας. Μας έχουν πηδήξει τα όνειρα»



Η νεότης, τα νιάτα, τα παιδιά μας, με όνειρα, με διάθεση,  με όρεξη για δουλειά, με ικανότητες  με πτυχία και μεταπτυχιακά, αλλά με ελάχιστες  θέσεις εργασίας στη μαμά πατρίδα ή με συμβάσεις ή εργασία κακοπληρωμένη, με το έδαφός να φεύγει κάτω από το έδαφος, απογοητευμένα, πολλά παραιτημένα και πάρα πολλά εξορισμένα σε ξένα μέρη.

 Γονείς άνεργοι, όνειρα πετσοκομμένα. Η βία εν τη ολότητί της. Αυτό είναι βία. Το θλιβερό τέρας που λέγεται κράτος, που το υπηρετούν αλλοπρόσαλλοι, μεταλλαγμένοι και  υποταγμένοι πολιτικοί με προεξάρχουσα μια δειλή εξουσιαστική ομάδα.

Αλλά είχαν στο μυαλό τους τα παιδιά. Σπουδές, ταξίδια, διακοπές, ξεγνοιασιά και εργασία (πανηγύρια, έρωτες και τα συναφή…).

Αλλά όπως λένε τα ίδια :
«Είμαστε μια γενιά αριθμών. Στην αρχή χαρακτηριστήκαμε ως η γενιά των 700 ευρώ. Μετά, υποβαθμιστήκαμε σε γενιά των 400. Είμαστε αυτοί που καθοριζόμαστε από τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα ξεχειλωμένα ωράρια, την εργασιακή επισφάλεια. Η γενιά που αδυνατεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο μέχρι τα 30. Κακοπληρωμένη και ανασφάλιστη, παλεύει να επιβιώσει.
Η γενιά που δεν ονειρεύεται.
Ξόδεψε τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης σε αναγνωστήρια, αίθουσες εξετάσεων και περιστασιακές δουλειές. Οι επιδιώξεις της εξαντλούνται στην καταβολή του ενοικίου στο τέλος του μήνα. Με το ακουστικό στο αυτί ή τον δίσκο στο χέρι, αγωνίζεται καθημερινά, για να συνεχίζει να υπάρχει (vice.com).
Επτά ιστορίες εργαζόμενων(από το vice.com), επτά διηγήσεις εκπροσώπων της γενιάς των 400 ευρώ (ίσως και λιγότερων), γροθιά στο στομάχι μας σκαμπίλι και  μούτζα στο πολιτικό σύστημα και στην νεοφιλελεύθερη πολιτική.

«Ποιος μπορεί να διατηρήσει τη δημιουργικότητα, το μεράκι και τη φαντασία του, όταν νιώθει ότι ο κόπος και η προσπάθεια που καταβάλλει δεν εκτιμάται από κανέναν;»
(Χ.Τ Πτυχιούχος Ελληνικής  και Αγγλικής Φιλολογίας και καθηγήτρια  πιάνου)


«…πεντάμηνο προγράμμα voucher. Οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν τραγικές. Ουσιαστικά, δεν είχα κανένα εργασιακό δικαίωμα, επειδή, αν και εργαζόμενη, θεωρούμουν ακόμη άνεργη
….βρήκα σε φροντιστήριο ως καθηγήτρια …Αναγκαζόμουν να κάνω αιματηρές οικονομίες μέσα στον χειμώνα, για να μπορώ να συντηρούμαι τους καλοκαιρινούς μήνες που δεν δούλευα.
Οι εργασιακές συνθήκες που επικρατούν, μας αναγκάζουν, δυστυχώς, να ρίξουμε και την ποιότητα της δουλειάς μας. Ποιος μπορεί να διατηρήσει τη δημιουργικότητα, το μεράκι και τη φαντασία του, όταν νιώθει ότι ο κόπος και η προσπάθεια που καταβάλλει δεν εκτιμάται από κανέναν;
Θυμάμαι ότι παλιότερα αντιμετώπιζα τα πράγματα διαφορετικά. Η αισιοδοξία που είχα, όταν βγήκα για πρώτη φορά από το πανεπιστήμιο, έχει σβήσει.
Βλέπω μία γενιά που παλεύει να επιβιώσει, που προσπαθεί να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί μέσα σε αυτήν την κατάσταση. Δεν βλέπω ανθρώπους να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, να βουλιάζουν.
Βλέπω ανθρώπους που έχουν δυσκολίες, αλλά παλεύουν να τις αντιμετωπίσουν. Όμως βλέπω και έναν τεράστιο συμβιβασμό. Πλέον και με τα λίγα είμαστε ευχαριστημένοι, συμβιβαζόμαστε πολύ πιο εύκολα. Δεχόμαστε δουλειές, συμπεριφορές, μισθούς που σε άλλη περίπτωση δεν θα δεχόμασταν. Κάνουμε πίσω, δεν βάζουμε τα όριά μας και, σε τελική ανάλυση, καταλήγουμε να υποτιμάμε τους ίδιους μας τους εαυτούς μας.»

«Έχουμε αναγκαστεί να νιώθουμε ευτυχισμένοι με τα απολύτως απαραίτητα»
(Μ. Μ 27 ετών, Δραματική Σχολή και πωλήτρια)

«Οι γονείς μου δεν είχαν τη δυνατότητα να με στηρίξουν οικονομικά και κάπως έτσι ξεκίνησα να εργάζομαι .. δουλειά … σχολή. Έμενε ένα χρονικό περιθώριο τεσσάρων-πέντε ωρών, για να φάω και να κοιμηθώ. Δεν γνώρισα αυτό που ονομάζουμε φοιτητική ζωή. Από την πρώτη στιγμή της ενηλικίωσής μου χρειάστηκε να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι δεν θα έχω ελεύθερο χρόνο.
…. ο μισθός μου έπεσε στο 50% και πλέον δεν μπορούσα να αγοράσω ούτε τα βασικά από το σούπερ μάρκετ. Έπαιρνα 250 με 300 ευρώ και ήμουν από τις 5 το πρωί στο πόδι. Μιλάμε για ξεφτίλα.
 Αν μπορώ να πληρώνω το νοίκι και το σούπερ μάρκετ μου, θα είμαι ευτυχισμένη. Έχουμε αναγκαστεί να νιώθουμε ευτυχισμένοι με τα απολύτως απαραίτητα….
Πρέπει να κάνω άλλες δουλειές, για … να συντηρώ την ψυχούλα μου, στην πραγματικότητα.
Σκέφτομαι συχνά να μεταναστεύσω. Αν δεν υπήρχαν οι γονείς μου, θα είχα φύγει ήδη. Η Ελλάδα μας τρώει, μας καταστρέφει. Υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι με πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά. Άνθρωποι με δημιουργικότητα, φαντασία και απίστευτες ικανότητες. Είναι ντροπή να υπάρχει τόσο καλό υλικό και να μένει αναξιοποίητο. Αυτή τη στιγμή είναι πολυτέλεια να μπορείς να μείνεις στη χώρα σου.
Υπάρχει τεράστια ανισότητα και υπάρχει μια φωνή που δεν βγαίνει προς τα έξω. Μας έχει ρουφήξει η απογοήτευση. Οι κραυγές εγκλωβίζονται στα σώματά μας. Είμαστε όλοι γερασμένοι, μας έχουν γεράσει πριν την ώρα μας. Μας έχουν πηδήξει τα όνειρα.»


«Το μόνο που με νοιάζει είναι να μπορώ να συντηρούμαι και να βοηθάω τη μητέρα μου - στο τέλος κάθε μήνα τής βάζω κρυφά ένα 50ευρο στο πορτοφόλι»
(Ζ. Λ. 27 ετών, Απόφοιτή Παντείου με μεταπτυχιακό  τώρα  υπάλληλος σε τηλεφωνικό κέντρο)

«Αποφοίτησα … ξεκίνησα να ψάχνω για δουλειά συναφή με το αντικείμενο που σπούδασα….έστελνα καθημερινά αιτήσεις … αλλά δεν μου απαντούσε κανείς.
Έπειτα, ξεκίνησα να ψάχνω και αλλού: γραμματειακή υποστήριξη, τηλεφωνικά κέντρα, μέχρι και για θέση καθαρίστριας σε αλυσίδα εστιατορίων. Δεν έπαιρνα θετική απάντηση ούτε από εκεί.
Μετά από έναν χρόνο αναζήτησης, προσλήφθηκα στο τηλεφωνικό κέντρο που είμαι τώρα. Πρόκειται για μία δουλειά με απίστευτη πίεση. Παλεύεις καθημερινά να φτάσεις τον στόχο που έχει οριστεί από την επιχείρηση. Δουλεύουμε σε ένα περιβάλλον πολύ ανθυγιεινό. …
Επιστρέφω σπίτι στο τέλος της ημέρας και νιώθω το μυαλό μου μουδιασμένο, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Υπάρχει μόνο κενό.
Δεν μπορώ να πω ότι έχω ελεύθερο χρόνο. Το βράδυ μετά τη δουλειά σπάνια έχω όρεξη να πάω για ένα ποτό. Τα περισσότερα σαββατοκύριακα επιλέγω να μένω σπίτι και να κοιμάμαι, επειδή νιώθω εξαντλημένη από την εβδομάδα που πέρασε. Έχω χαθεί με τους περισσότερους φίλους μου, επειδή δουλεύουμε όλοι πολύ και έχουμε διαφορετικά ωράρια.
«Το μόνο που με νοιάζει είναι να μπορώ να συντηρούμαι και να βοηθάω τη μητέρα μου - στο τέλος κάθε μήνα τής βάζω κρυφά ένα 50ευρο στο πορτοφόλι»
Δεν με νοιάζει να βγάλω λεφτά, ούτε να κάνω καριέρα. Δεν κάνω μεγάλα όνειρα. Το μόνο που με νοιάζει είναι να μπορώ να συντηρούμαι και να βοηθάω τη μητέρα μου, όταν πιέζεται οικονομικά. Δεν της το έχω πει ποτέ, αλλά στο τέλος κάθε μήνα τής βάζω κρυφά ένα 50ευρο στο πορτοφόλι. Θέλω να ξέρω ότι δεν νιώθει ανασφάλεια.
Είχα φανταστεί τη ζωή μου πολύ διαφορετική. Όταν τελείωσα με τις Πανελλαδικές αποφάσισα να μπω στην Κοινωνιολογία, επειδή ονειρευόμουν να γίνω κοινωνική λειτουργός. Έβλεπα οικογενειακούς μας φίλους να κάνουν αυτήν τη δουλειά και τους θαύμαζα. Όταν βγήκα από το πανεπιστήμιο, ένιωσα τεράστια απογοήτευση, επειδή είδα εξ' αρχής ότι υπάρχει μηδενική απορρόφηση. Οι γονείς μου επένδυσαν πολλά χρήματα και εγώ άπειρες ώρες διαβάσματος, για να μπω στο πανεπιστήμιο και αργότερα για να αποφοιτήσω. Και όλα αυτά για τι;»


«Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι "τι θέλω να κάνω", το ερώτημα είναι "πώς θα ζήσω;"»
(Ν.Γ 26 ετών, δημοσιογράφος)

«Αυτήν τη στιγμή κάνω δύο δουλειές - η μία είναι πλήρους και η δεύτερη μερικής απασχόλησης. Δουλεύω περίπου 11 ώρες την ημέρα. Καταφέρνω να συντηρηθώ …..
 Αν είσαι με σύμβαση πρακτικής, μπορεί και να μην πληρώνεσαι καθόλου. Μου έχει τύχει να δουλεύω σε επίχειρηση πενθήμερο, οχτάωρο και να πληρώνομαι με 200 ευρώ ανασφάλιστος. Τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια, έχω περάσει από περίπου δέκα επιχειρήσεις.
Η δουλειά είναι πολύ μηχανική. Επιστρέφεις σπίτι με ένα βουητό στα αυτιά σου. Δεν μπορείς να δεις τον εαυτό σου σε αυτό που παράγεις, επειδή δεν υπάρχει τίποτα δημιουργικό σε αυτό.
… Είσαι όλη μέρα μπροστά από μία οθόνη. …
Νιώθω απογοητευμένος, επειδή δεν είναι αυτό που είχα στο μυαλό μου ως δημοσιογραφία, όταν τελείωσα τη σχολή - και δεν είναι δημοσιογραφία, στην πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά, προσεγγιστικά, το 80% των δημοσιογράφων στο Ίντερνετ απασχολούνται στη ροή ειδήσεων.
Πολλοί από τους συμφοιτητές μου παράτησαν .. απογοητεύτηκαν.. και απασχολούνται σε επαγγέλματα άσχετα με το αντικείμενο της σχολής. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται χρόνια στην ανεργία.
Η γενιά μας αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε απόγνωση. Το ερώτημα που τίθεται πλέον δεν είναι «τι θέλω να κάνω», το ερώτημα είναι «πώς θα ζήσω;».»


«Οι εργοδότες μάς αντιμετωπίζουν σαν ζώα»
(Α.Β.29 ετών, αρτεργάτης πρώην φοιτητής ΤΕΙ)

«Δουλεύω 11 χρόνια … όταν δούλευα σε αλυσίδα αρτοποιείων, πήγαινα για δουλειά στις 20:30 και έφευγα στις 11:00, το επόμενο πρωί. …
Υπάρχει τρομερή εκμετάλλευση σε αυτό το επάγγελμα. Οι εργοδότες μάς αντιμετωπίζουν σαν ζώα, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο μας απευθύνονται. Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας σεβασμός απέναντι στα εργασιακά μας δικαιώματα: δεν δίνουν τις άδειες που δικαιούμαστε, δεν πληρώνουν δώρα, δεν παρέχουν το λεγόμενο «μεροκάματο της λαγάνας». Σπάνια μάς κολλάνε ένσημα για όλες τις ώρες. Συνήθως μας ασφαλίζουν για τέσσερις και πέντε ώρες.
Βέβαια, όταν πλησιάζουν οι γιορτές προσπαθούν να μας συμπεριφέρονται ευγενικά και να μας καλοπιάνουν. Όταν τελειώσουν, γυρίζουμε στην προηγούμενη κατάσταση όπου φωνάζουν και παραπονιούνται για τα πάντα. Στις γιορτές δουλεύουμε περισσότερες από 14 ώρες την ημέρα.»


« Έχουμε συμβιβαστεί με τους χαμηλούς μισθούς, τα παράλογα ωράρια και την ανασφάλεια.»
(Ο. Τ. 26 ετών, απόφοιτη του Βιολογικού της Πάτρας, μεταπτυχιακό. τώρα   babysitter)
  
«Προσωπικά, θα ήθελα να ασχοληθώ με την έρευνα και να συνεχίσω με διδακτορικό στο αντικείμενό μου. Αυτό, αν λάβουμε υπόψη τη χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα, σημαίνει ότι θα χρειαστεί να συμπληρώνω το εισόδημά μου με το babysitting για κάποια χρόνια ακόμη.
Σκέφτομαι πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο να μεταναστεύσω. Δεν θέλω να φύγω και να αφήσω την οικογένειά μου πίσω, αλλά ξέρω από τώρα ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να απορροφηθώ στην Ελλάδα ως ερευνήτρια. Ήδη οι περισσότεροι συμφοιτητές μου έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Νιώθω τρομερή ανασφάλεια, παρ' ότι ακόμη υπάρχει μία στήριξη από το σπίτι. Για να συντηρηθώ μόνη μου, θα χρειαζόταν να κάνω αιματηρές οικονομίες.
Δυστυχώς, δεν μπορούμε να συλλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος, επειδή οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε εργαστεί στην προμνημονιακή περίοδο. Δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης. Έχουμε συμβιβαστεί με τους χαμηλούς μισθούς, τα παράλογα ωράρια και την ανασφάλεια.»


«Όταν μπήκα στη σχολή, είχα απορρίψει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να φύγω στο εξωτερικό. Τελευταία, σκέφτομαι πολύ σοβαρά την προοπτική της μετανάστευσης»
(Η.Π, 21 ετών, φοιτήτρια Νομικής και σερβιτόρα)

«… σπουδάζω στη Νομική .. ξεκίνησα να δουλεύω, για να μπορώ να καλύπτω τα έξοδα … Η οικονομική κατάσταση των γονιών μου είναι τέτοια που δεν τους επιτρέπει να στηρίξουν πλήρως …
Όταν δουλεύεις βράδυ και είσαι φοιτήτρια, αναγκαστικά οι σπουδές σου μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Μου 'χει τύχει πολλές φορές να θέλω να παρακολουθήσω μάθημα στη σχολή και να μην μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου το επόμενο πρωί από την κούραση.
Είναι μία δουλειά αρκετά κουραστική που περιλαμβάνει τρομερή ορθοστασία. Τα πόδια μου πονάνε και τα χέρια μου γεμίζουν φουσκάλες.
Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο, ωστόσο, είναι ότι πολλοί πελάτες νομίζουν ότι, επειδή δουλεύω ως σερβιτόρα, έχουν το δικαίωμα να με παρενοχλούν. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι βρίσκομαι εκεί, για να μπορώ να βγάλω το μήνα.
…Ο εργοδότης προσπαθεί συνήθως να σε ασφαλίσει για όσες λιγότερες ώρες γίνεται. Πιστεύω ότι, αν μπορούσαν, δεν θα μας ασφάλιζαν καθόλου…
Το τελευταίο διάστημα πιέζομαι πολύ οικονομικά. Μπορώ να εξασφαλίσω το φαγητό ή τον καφέ μου, αλλά δυσκολεύομαι να πληρώσω τους λογαριασμούς. Ίσως χρειαστεί να βρω και μία δεύτερη δουλειά, για να συντηρούμαι λίγο πιο άνετα.
Όταν μπήκα στη σχολή, είχα απορρίψει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο να φύγω στο εξωτερικό. Για την ακρίβεια, δεν ήθελα να φύγω ούτε από την Αθήνα. Τελευταία, σκέφτομαι πολύ σοβαρά την προοπτική της μετανάστευσης. Στην πραγματικότητα, δεν μου προσφέρεται η δυνατότητα της επιλογής.»

Αυτά οι επτά…
Υπάρχουν  και οι πολλοί άνεργοι νέοι μας που εκεί τα πράγματα είναι τραγικά.

Η νεότης με  μια σκιά στο πρόσωπο και μια φευγαλέα λύπη, αλλά σφίγγουν τα δόντια, σηκώνουν το κεφάλι.
Συνεχίζουν. Προχωρούν.
Ζουν, με έναν κόμπο στον λαιμό ίσως αλλά επιμένουν.

Ξέρουν πια ότι θα ζήσουν υπ’ αυτές τις συνθήκες μέσα στην αθλιότητα της μνημονιακής πολιτικής και με την μέγαιρα ανάγκη, την ανάλγητη Πολιτεία, την ευνουχισμένη δημοκρατία, αντιμέτωπα με ένα ζοφερό μέλλον, με μια εκφασισμένη κοινωνία, μ’ ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.

 Τα δικά μας παιδιά 


Ίσως η αισχρή πραγματικότητα τα οδηγήσει στην απελευθέρωση, στην επανανοηματοδότηση του βίου τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου