Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Οικονομικές επιλογές και δυνατότητες

Οικονομικές  επιλογές και δυνατότητες




Όταν το ΑΕΠ μίας χώρας μειώνεται σε μεγάλο βαθμό, παρομοιάζεται συνήθως με το ελατήριο που όταν συμπιεστεί υπερβολικά, κάποια στιγμή ωθείται απότομα προς τα επάνω. Στην περίπτωση της Ελλάδας λοιπόν, ο περιορισμός του ΑΕΠ της οποίας ήταν μεγαλύτερος ακόμη και από αυτόν των Η.Π.Α. κατά τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, εύλογα υπέθετε κανείς πως στη χειρότερη των περιπτώσεων θα ακολουθούσε ανάπτυξη το 2016, ύψους τουλάχιστον 1%.

Δυστυχώς δεν λήφθηκε σοβαρά υπ’ όψιν ένα άλλο χαρακτηριστικό του υπερβολικά συμπιεσμένου ελατηρίου: η πιθανότητα να σπάσει, αδυνατώντας πλέον να ωθηθεί προς τα επάνω. Εν τούτοις, αυτό φαίνεται πως έχει συμβεί, κρίνοντας από το ότι ακόμη και η ύστατη ελπίδα της χώρας, ο τουρισμός, κινδυνεύει να παρουσιάσει μείωση, ειδικά στα νησιά του Αιγαίου – μεταξύ άλλων λόγω των χειρισμών της κυβέρνησης στο θέμα του μεταναστευτικού.

Περαιτέρω, ασφαλώς δεν πρέπει να είναι κανείς ούτε απαισιόδοξος, για να μην θεωρηθεί εκ πεποιθήσεως πεσιμιστής, ούτε αναίτια αισιόδοξος – άρα αιθεροβάμων. Οφείλει όμως να είναι ρεαλιστής, αξιολογώντας τις συνθήκες όσο πιο αντικειμενικά μπορεί, έτσι ώστε να γνωρίζει σε κάποιο βαθμό τι τον περιμένει. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:

1.
Το μνημόνιο νούμερο ΙΙΙ έχει ήδη αποτύχει, κυρίως λόγω των μέτρων που επέλεξε η κυβέρνηση για να πλησιάσει τους στόχους που της τοποθέτησαν οι δανειστές και τους οποίους υπέγραψε η ίδια – μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα τον Αύγουστο.

Το βασικό μειονέκτημα των υπερβολικών φόρων που επιλέχθηκαν, είναι ο στραγγαλισμός των προοπτικών ανάπτυξης – αφού κανένας δεν εργάζεται και δεν επενδύει κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις. Χωρίς επενδύσεις δηλαδή δεν υπάρχει ανάπτυξη, χωρίς ανάπτυξη μειώνονται τα έσοδα του δημοσίου, απαιτούνται νέα μέτρα κοκ. Παράλληλα, συνεχίζουν να κλείνουν και να μεταναστεύουν οι εγχώριες επιχειρήσεις, κλιμακώνεται η ανεργία, πιέζεται ακόμη περισσότερο το ασφαλιστικό και η χώρα οδηγείται στο γκρεμό – χωρίς καμία δυνατότητα να τον αποφύγει.

2.
  Η κατάρρευση των τιμών του χρηματιστηρίου στα επίπεδα του 1989, κυρίως όμως η απώλεια της αξίας των τραπεζών άνω του  50% μέσα στις δέκα βδομάδες που μεσολάβησαν από την τελευταία κεφαλαιοποίηση τους, δεν επιτρέπει μεγάλες ελπίδες για το προσεχές μέλλον – αφού η έλλειψη ρευστότητας στην ελληνική οικονομία επιδεινώνεται ενώ, σε συνδυασμό με την πλήρη ανυπαρξία αξιόχρεων δανειοληπτών, εντείνεται η ασφυξία στην αγορά.

Λογικά λοιπόν οι μέτοχοι των τραπεζών φοβούνται πως θα χάσουν τα χρήματα τους ή/και ότι, θα υπάρξει ανάγκη νέας κεφαλαιοποίησης, ενώ οι καταθέτες επίσης – αφού, με βάση τη νομοθεσία που υιοθετήθηκε από την 1.1.2016 είναι οι τρίτοι στη σειρά προτεραιότητας, μετά από τους ομολογιούχους και τους μετόχους.

Επομένως οι επενδυτές θα απέχουν, οι ξένοι θα εγκαταλείψουν μαζικά την Ελλάδα, ενώ οι αποταμιευτές θα αυξήσουν τις αναλήψεις τους – φοβούμενοι νέους ελέγχους κεφαλαίων, μικρότερα επιτρεπόμενα ποσά από τα ΑΤΜ κοκ. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επιδείνωνε τα προβλήματα των τραπεζών, οι οποίες θα περιόριζαν ακόμη περισσότερο τα δάνεια τους προς την πραγματική οικονομία – βαθαίνοντας την ύφεση και επιταχύνοντας το σπιράλ του θανάτου.

3.
  Η θετική αξιολόγηση της Τρόικας, χωρίς την οποία η Ελλάδα δεν θα μπορεί να εισπράξει τις δόσεις των δανείων του μνημονίου, οπότε δεν θα είναι σε μερικούς μήνες σε θέση να εξυπηρετήσει τα χρέη της, φαίνεται πολύ δύσκολη – εκτός εάν οι δανειστές κάνουν τα στραβά μάτια, ενδεχομένως λόγω του μεταναστευτικού.

Το χειρότερο μειονέκτημα όμως της Ελλάδας, η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης των Πολιτών προς την Πολιτεία, παραμένει ως είχε – παρά το ότι θα μπορούσε να θεραπευθεί από την κυβέρνηση πολύ εύκολα, αφού δεν απαιτείται τίποτα δύσκολο. Απλά και μόνο ο σεβασμός των κανόνων της εντιμότητας και της ηθικής – κάτι που δυστυχώς δεν τήρησε ούτε στο ελάχιστο, θεωρούμενη εύλογα ως ο μητροκτόνος της αριστεράς.

4.
  Η πολιτική αστάθεια, χωρίς την οποία δεν μπορεί να πετύχει κανένα οικονομικό πρόγραμμα, ακόμη και αν είναι το καλύτερο, είναι πλέον δεδομένη – αφού όλες οι κοινωνικές ομάδες έχουν επαναστατήσει, διαμαρτυρόμενες για τα μέτρα της κυβέρνησης. Μαζί με αυτές έχει επαναστατήσει και η κυβέρνηση, διαμαρτυρόμενη για τους στόχους που της επέβαλλαν οι πραγματικοί κυβερνήτες της Ελλάδας: οι δανειστές.

Ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο να επανέλθει η σταθερότητα – πόσο μάλλον αφού η ανεπάρκεια των κομμάτων εξουσίας είναι τουλάχιστον απελπιστική.

5.
  Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, ειδικά μετά τη χρεοκοπία και το ξεπούλημα των τραπεζών, όπου χάθηκαν πάνω από 40 δις €, έχει φτάσει πλέον σε δυσθεώρητα επίπεδα – οπότε είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί με βιώσιμο τρόπο. Οι δανειστές όμως δεν φαίνονται πρόθυμοι να προβούν στην ονομαστική διαγραφή του – επιλέγοντας τη λεηλασία της χώρας, για να εξασφαλίσουν την επιστροφή των χρημάτων τους, αδιαφορώντας για το χάος που θα προκληθεί.

Αν και πολλοί ισχυρίζονται πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, μόνο η σημερινή αξία της ακίνητης περιουσίας της μεσαίας τάξης υπολογίζεται στα 600 δις € – ενώ του δημοσίου είναι αρκετά υψηλή, εάν συμπεριλάβει κανείς τα ακίνητα, τα οικόπεδα, τις επιχειρήσεις, καθώς επίσης τα ενεργειακά αποθέματα (υδρογονάνθρακες).

Θεωρητικά λοιπόν είναι δυνατή η εξόφληση των δανειστών, εάν απογυμνωθούν οι Έλληνες και η χώρα τους – ενώ δεν είμαστε βέβαιοι εάν μπορεί να αποφευχθεί η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας, η οποία έχει εκχωρηθεί με τις δανειακές συμβάσεις που υπεγράφησαν.


Η στάση πληρωμών
Συμπερασματικά λοιπόν, η μοναδική δυνατότητα που θα απομείνει σύντομα στην Ελλάδα είναι η καταναγκαστική υιοθέτηση της δραχμής  και  η  άμεση στάση πληρωμών, έτσι ώστε να μπορέσει να διαπραγματευθεί από μία καλύτερη θέση την ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των χρεών της.
Προφανώς αρχικά εντός της Ευρωζώνης, πόσο μάλλον αφού δεν έχει πλέον το χρόνο να προετοιμάσει την ελεγχόμενη έξοδο της – η οποία δεν είναι μεν συνώνυμη με το τέλος του κόσμου, αλλά παραμένει μία πολύ δύσκολη διαδικασία. Ειδικά υπό τις σημερινές καταστροφικές συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, μετά από τα έξι χρόνια των αποτυχημένων μνημονίων.

Η  χρεοκοπία δεν επιλέγεται αλλά προκύπτει, όπως η ασθένεια, οπότε δεν μπορεί να απαγορευθεί. Άλλωστε, οι νόμοι μπορούν να αλλάξουν εάν το θελήσουν οι συμμετέχοντες – ενώ οι δανειστές είναι προτιμότερο να εισπράξουν το 50% των απαιτήσεων τους, από τίποτα. Πόσο μάλλον αφού, μετά το 2010, είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την εξαθλίωση της Ελλάδας – όπως το έχει παραδεχτεί πολλές φορές το ΔΝΤ.

Σε κάθε περίπτωση, για να μπορέσει να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά η Ελλάδα, χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο επιστροφής στο εθνικό της νόμισμα, είτε το επιχειρήσει τελικά, είτε όχι – όπου δεν βλέπουμε κανένα λόγο να ανακαλύψει από την αρχή τον τροχό, αφού μπορεί να υιοθετήσει αρκετά στοιχεία από το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας. Ειδικότερα, από την εποχή που οι δύο μετέπειτα ανεξάρτητες μεταξύ τους χώρες, η Τσεχία και η Σλοβακία, δρομολόγησαν τα δικά τους εθνικά νομίσματα (1992).
  
Ολοκληρώνοντας, η κατάσταση που βιώνουμε είναι πολύ άσχημη, ειδικά για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα – αλλά το χειρότερο που έχει να κάνει κανείς είναι να χάσει την ψυχραιμία του και να απελπιστεί.

Με στοιχεία από το analyst

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου