Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Τα αυτονόητα (στην ψυχιατρική φροντίδα )

Τα  αυτονόητα  (στην ψυχιατρική  φροντίδα )



Συγκλόνισε τη χώρα το δραματικό περιστατικό στο Δαφνί με τον φρικτό θάνατο τριών νοσηλευόμενων και τον βαρύ τραυματισμό άλλων δυο. Κι ως συνήθως τα μέσα ενημέρωσης ξαναθυμήθηκαν για λίγο τους «κολασμένους» των ψυχιατρικών ιδρυμάτων, των ασύλων και των χώρων εγκλεισμού. Οι συνήθεις ιθύνοντες για άλλη μια φορά φόρεσαν το προσωπείο του «συγκλονισμένου» και έκαναν τις γνωστές τους δηλώσεις πως «θα χυθεί άπλετο φώς», «θα αποδοθούν ευθύνες», «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο», πανομοιότυπα με κάθε άλλη ανάλογη περίσταση διαπιστώνοντας ταυτόχρονα το προφανές, ότι δηλαδή «αυτές είναι εικόνες ντροπής που αμαυρώνουν την εικόνα της κοινωνίας μας».

Αυτό που δεν μας είπαν όμως είναι:

Μήπως είναι οι μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας που έχουν φθάσει το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (Δαφνί) στη χειρότερη κατάσταση εδώ και δεκαετίες από πλευράς στελέχωσης και υποδομής;

Μήπως αυτές οι μνημονιακές πολιτικές δεν έχουν αυξήσει τις ανάγκες παροχής υπηρεσιών ψυχιατρικής φροντίδας στην κοινωνία, ανάγκες τις οποίες λόγω οικονομικής δυσπραγίας ο κόσμος δεν μπορεί παρά να απευθύνεται στις δημόσιες δομές για να τις καλύψει;

Μήπως είναι οι ίδιες πολιτικές που ταυτόχρονα αυξάνουν τις ανάγκες τις κοινωνίας και παράλληλα μειώνουν τη δυνατότητα των δημόσιων υπηρεσιών να τις ικανοποιούν, δημιουργώντας έτσι μια εκρηκτική αναντιστοιχία, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε ανάμεσα σε άλλα και το προχθεσινό τραγικό συμβάν;

Μήπως όμως όλοι αυτοί οι ιθύνοντες είναι οι πρωτομάστορες, οι ταγοί και οι απολογητές αυτών των ίδιων πολιτικών λιτότητας και υποχρηματοδότησης των κοινωνικών δαπανών και στο χώρο της περίθαλψης γενικότερα και της ψυχικής υγείας ειδικότερα;

Είναι ή δεν είναι αλήθεια ότι ο σχεδιασμός της προηγούμενης μνημονιακής κυβέρνησης ήταν το Δαφνί να κλείσει και ακριβώς γι’ αυτό η διοίκησή του το άφησε να καταρρέει από τη δραματική μείωση πόρων ανθρώπινων και υλικών;

Είναι ή δεν είναι αλήθεια πως και μετά τις εκλογές του Γενάρη η κατάσταση έμεινε λίγο-πολύ η ίδια;

Αλλά οι ιθύνοντες ας μη βιαστούν να πλειοδοτήσουν σε επίδειξη των «φιλάνθρωπων» αισθημάτων τους για το συγκεκριμένο αυτό περιστατικό αντιμετωπίζοντάς το ως τάχα μεμονωμένο. Ας κάνουν τον κόπο να επισκεφθούν και τα άλλα νοσηλευτικά ιδρύματα για ψυχικά πάσχοντες, ιδιωτικά και δημόσια, και ειδικά τα τμήματα αναγκαστικών νοσηλειών, τις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων που λειτουργούν με τριπλάσιους πλέον νοσηλευόμενους από τις προδιαγραφές λειτουργίας τους, τα ιδρύματα για παιδιά και ενήλικες με σωματικές και ψυχικές αναπηρίες –ιδιαίτερα εκείνα με τα παιδιά που ζούνε μόνιμα σε ξύλινα κλουβιά–, τα ιδρύματα χρονίως πασχόντων, ακόμα και τις δομές «αποϊδρυματοποίησης» πολλά εκ των οποίων έχουν μεταβληθεί σε «νεοασυλιακού τύπου» μονάδες. Αν είχαν έστω και τη στοιχειώδη γνώση της πραγματικότητας που έχει επιφέρει η αντικοινωνική κυρίαρχη πολιτική, της ανείπωτης σκληρότητας που επιφυλάσσει σε όσα μέλη της κοινωνίας έχουν την ατυχία να εμφανίσουν μόνιμη ή παροδική τέτοιου είδους νόσο ή αναπηρία, ίσως θα ντρέπονταν να υποκρίνονται τους «συντετριμμένους».

 Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε μάλλον να απολογηθούν στην κοινωνία και για πολλά άλλα.

Θα έπρεπε για παράδειγμα να απολογηθούν γιατί τα εκατομμύρια του προγράμματος αποασυλοποίησης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία της «ισχυρής Ελλάδας», με αξιοσημείωτες μεν εξαιρέσεις δε, δόθηκαν κατά προτεραιότητα σε ΜΚΟ ημετέρων του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. (μερικοί εκ των οποίων έχουν σπεύσει να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον νεομνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα) αφήνοντας το δημόσιο σύστημα να καταρρέει.

Θα έπρεπε να απολογηθούν γιατί, για να «τρέξει» το σύστημα των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων χωρίς προσκόμματα, το θέμα των προδιαγραφών ποιότητας των δημόσιων και ιδιωτικών δομών και υπηρεσιών ψυχικής υγείας παραπέμπεται από χρόνο σε χρόνο στις ελληνικές καλένδες για πάνω από δεκαετία.

Θα έπρεπε να απολογηθούν γιατί στο όνομα της «αποασυλοποίησης αλλά Ρέιγκαν» έκλεισαν μέσα σε μια νύχτα μεγάλα ψυχιατρικά νοσοκομεία με τη μεταφορά των νοσηλευομένων σε μονάδες των ΜΚΟ του Ψυχαργώς, χωρίς ωστόσο καμία απολύτως πρόνοια για τις ανάγκες οξείας ψυχιατρικής νοσηλείας στις περιοχές που κάλυπταν, με αποτέλεσμα οι ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές να θησαυρίζουν σε βάρος των ασθενών και των οικογενειών τους.

Θα έπρεπε να απολογηθούν γιατί οι κοινοτικές και προληπτικές δομές και υπηρεσίες ψυχικής υγείας, αυτές δηλαδή που κατεξοχήν θα μπορούσαν αντιμετωπίζοντας πρώιμα και έγκαιρα τα προβλήματα ψυχικής υγείας της κοινότητας και να δίνουν λύσεις εντός του κοινοτικού ιστού και μειώνοντας την ανάγκη νοσηλειών αντιμετωπίστηκαν στα χρόνια της μνημονιακής επιδημίας ως περιττή πολυτέλεια με αποτέλεσμα τη δραματική υποχρηματοδότησή τους.

Θα έπρεπε όμως πρώτα από όλα να απολογηθούν για τον εξαναγκασμό της κοινωνίας αλλά και της κοινότητας των επαγγελματιών ψυχικής υγείας σε μια άνευ προηγουμένου παλινδρόμηση στα χρόνια αυτά του μνημονιακού στραγγαλισμού του συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας όπου εξαιτίας των ελάχιστων πλέον πόρων τα ζητήματα ποιότητας της παρεχόμενης συνδρομής, των δικαιωμάτων των ασθενών, της συνολικής και ανθρώπινης αντιμετώπισης των πασχόντων μπαίνουν αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα. Το «ας βρεθεί κρεβάτι, κι ό,τι να ’ναι» δεν έπεσε από τον ουρανό: υπήρξε αποτέλεσμα της δραματικής μείωσης των διαθέσιμων πόρων του συστήματος σε μια εποχή με πρωτόγνωρη εκτίναξη των κοινωνικών αναγκών που όφειλε να καλύψει.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που μέσα σε αυτό το περιβάλλον της παλινδρόμησης αναδύονται εκ νέου οι πιο σκοτεινές, οι πιο απάνθρωπες πλευρές της κατασταλτικής ψυχιατρικής στη χώρα μας: μόνιμες καθηλώσεις, άνθρωποι σε κλουβιά, κλειστά δωμάτια από αφρολέξ, μαζική χημική καθήλωση, λουκέτα και ιμάντες (οι ιθύνοντες του ΨΝΑ δεν ντράπηκαν καν να αφήσουν να διαρρεύσει στον Τύπο πως στην περίπτωση των απανθρακωμένων ήταν «μαγνητικά, νεότερης τεχνολογίας» που όμως απομαγνητίζονται σχετικά εύκολα, εκφράζοντας ίσως έτσι τη νοσταλγία τους για τα παλιά, αδιάρρηκτα βαριά ατσάλινα μάνταλα των παλαιών ψυχιατρικών ασύλων!). Όλα αυτά δεν είναι παρά η έμπρακτη πλην ειδεχθής απόδειξη πως στο πλαίσιο της μνημονιακής πολιτικής της εξαθλίωσης χώρος για ανθρώπινα δικαιώματα, για σεβασμό στη διαφορετικότητα, για περίθαλψη και αλληλεγγύη στα μέλη της κοινωνίας που την έχουν ανάγκη δεν υπάρχει. Και πως σήμερα η παράταση της πολιτικής αυτής απειλεί να ρίξει την κοινωνία σε μια βαρβαρότητα χωρίς προηγούμενο, αν ο λαός μας δεν υψώσει αποφασιστικά το ανάστημά του απαιτώντας και επιβάλλοντας άλλη πολιτική.

Τα τραγικά γεγονότα στο Δαφνί δείχνουν με τον πιο δραματικό τρόπο ότι στο σημείο που έχουν φτάσει πλέον οι δημόσιες δομές ψυχικής υγείας, δεν αρκεί καν να μην υποβαθμιστούν κι άλλο, αφού ήδη έχουν περάσει προ πολλού το όριο επικίνδυνης λειτουργίας: απαιτείται άμεσα γενναία στήριξη και ανασυγκρότησή τους για να μη θρηνήσουμε κι άλλα θύματα στο Δαφνί ή αλλαχού. Αλλά και η επαναβίωση των πιο βάρβαρων μεθόδων καταστολής και καθήλωσης των ψυχικώς πασχόντων αντί των ενδεδειγμένων θεραπευτικών προγραμμάτων λόγω υποστελέχωσης αλλά και της συνολικής παλινδρόμησης του συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας δείχνει πως απαιτείται κάτι περισσότερο από την απλή αποκατάσταση της χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος, απαιτείται πλέον και ο άμεσος αναπροσανατολισμός του σε κοινοτική, συνολική και προληπτική κατεύθυνση. Με δυο λόγια τα γεγονότα δείχνουν πως δεν αρκεί πια η απλή διαχείριση του συστήματος ή η μη επιδείνωση των όρων λειτουργίας του, απαιτείται μια άλλη πολιτική επαναθεμελίωσης του συστήματος παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας με γενναία χρηματοδότηση και αλλαγή προσανατολισμού του στην κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξης και υποστήριξης των πασχόντων. Και για να μη θεωρηθεί αυτό ουτοπικό: μια άλλη, κοινοτική λειτουργία με σεβασμό στα δικαιώματα των πασχόντων και συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων που τους αφορά δεν είναι μια χίμαιρα του ανύπαρκτου σοσιαλισμού, είναι μια πρακτική που εφαρμόζεται καθολικά σε πολλές χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού. Απαιτεί όμως πόρους, αποφάσεις και άλλη άποψη για τα πράγματα. Απαιτεί ακόμα στην παρούσα συγκυρία να αποφασιστεί πως η στήριξη των ψυχικώς πασχόντων όπως και όλων των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων δεν είναι «περιττή δαπάνη» αλλά πρώτιστη προτεραιότητα για μια κοινωνία αλληλεγγύης, είναι επένδυση στη συνοχή της κοινωνίας. Είναι τα αυτονόητα, τίποτα περισσότερο.

Άλλες χώρες το έκαναν ακόμα και εν μέσω κρίσης: π.χ. στη Ισλανδία από την αρχή της κρίσης, εκτιμώντας πως η επιδείνωση των δεικτών ψυχοκοινωνικής απορρύθμισης θα ήταν μια ενδεχόμενη ανεπιθύμητη επενέργεια της κρίσης, και ακριβώς για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αποφασίστηκε η ενίσχυση των παρεχόμενων πόρων στις σχετικές υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής μέριμνας. Το αποτέλεσμα είναι ότι μια πενταετία μετά αντί της αναμενόμενης επιδείνωσης των δεικτών αυτών, στην Ισλανδία παρουσιάστηκε στασιμότητα ή και βελτίωση σε αρκετούς από αυτούς (αυτοκτονικότητα, νεανική παραβατικότητα κ.ο.κ.). Στη χώρα μας αντί αυτού επιλέχθηκε από τις μνημονιακές και νεομνημονιακές διακυβερνήσεις το αντίθετο, δηλαδή η με κάθε τρόπο παλινδρόμηση του συστήματος στην ψυχιατρική βαρβαρότητα μιας άλλης εποχής.

Η σύγχρονη κοινωνία σε παγκόσμια κλίμακα εθίζεται λίγο λίγο στις εικόνες φρίκης και υποτίμησης της ανθρώπινης ζωής. Βομβαρδίζεται καθημερινά πια από εικόνες και ειδήσεις για μωρά που τα ξεβράζει το κύμα, για δεκάδες ανθρώπους σκασμένους από ασφυξία στην καρότσα ενός φορτηγού ή να κατευθύνονται με φρούδες ελπίδες σε σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε ένα τέτοιο φόντο, η απανθράκωση των ακινητοποιημένων για το καλό τους (!) ψυχικά ασθενών στο Δαφνί δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι σύγχρονες κοινωνίες όμως δεν είναι μόνο αυτή η ανείπωτη φρίκη. Είναι οι δεκάδες χιλιάδες Ισλανδοί που προσφέρθηκαν να φιλοξενήσουν Σύριους μετανάστες. Είναι οι Ούγγροι και οι Αυστριακοί πολίτες που δίνουν νερό και τροφή στη διαδρομή της πεζοπορίας των μεταναστών. Είναι οι δομές κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι τα κινήματα σε όλο τον κόσμο που αμφισβητούν, αγωνίζονται, κερδίζουν τη μάχη για ένα καλύτερο κόσμο. Το τραγικό συμβάν στο Δαφνί δείχνει ότι και στο χώρο της ψυχικής υγείας η ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος όχι μόνο υγειονομικών εργαζομένων αλλά με τη συμμετοχή και των ίδιων των ψυχικά πασχόντων και των οικείων τους είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά άμεσα απαραίτητη για την αποτροπή νέων εγκλημάτων αυτής της εφαρμοζόμενης αντικοινωνικής μνημονιακής πολιτικής.   

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου