Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Δύο παράθυρα φυγής από την καταστροφή της χώρας

Δύο παράθυρα φυγής από την καταστροφή της χώρας


Όταν ο Μιτεράν ανέλαβε την κυβερνητική εξουσία στη Γαλλία το 1981, οδηγήθηκε, από τη φύση των πραγμάτων, στην εγκατάλειψη του κεϊνσιανού φιλολαϊκού προγράμματος και στην υιοθέτηση μιας πολιτικής αργών μεταρρυθμίσεων προς νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου αντιστάθηκε περισσότερο στον νεοφιλελευθερισμό, αλλά κι αυτό παρουσίασε μεγάλες ασυνέχειες στην πολιτική του πριν και μετά την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Το ΠΑΣΟΚ τού «βυθίσατε το «Χόρα»», «Εξω από ΝΑΤΟ και ΕΟΚ» και «Στις 18 Σοσιαλισμός» μετατρέπεται σε ένα ήπιο διαχειριστικό κόμμα με ένα κάκιστο κοινωνικό πρόγραμμα εφόσον όλες οι μεταρρυθμίσεις γίνονταν με εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό (στη Δύση το κοινωνικό κράτος χτίστηκε μέσω της φορολογίας και, άρα, χωρίς την αύξηση του δημόσιου χρέους).
Να πάμε και πιο μακριά; Οι μπολσεβίκοι, πριν από το 1917, διεμήνυαν παντελή υποταγή του ιδιωτικού κεφαλαίου, με τον Λένιν να κατακεραυνώνει τον καπιταλισμό του Τέιλορ και το νέο μοντέλο εργασιακών σχέσεων της Δύσης ως μηχανή αφαίμαξης του ιδρώτα του εργάτη. Τι κάνει όταν έρχεται στην εξουσία; Το ακριβώς αντίθετο.
Πασχίζει να δίνει συνεντεύξεις στην «Γκάρντιαν Μάντσεστερ», καλώντας Αγγλους καπιταλιστές να επενδύσουν στην καθυστερημένη Ρωσία για να υποβαστάξουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Επαινεί και εφαρμόζει τεϊλορισμό ως την πιο προχωρημένη τεχνικά μέθοδο παραγωγικότητας.
Εφαρμόζει την περίφημη ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική) και τον «φόρο σε είδος», προωθώντας ρητά τη συνύπαρξη μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας. Ταυτόχρονα, αρχίζει να εξυμνεί τον Πλεχάνοφ ως τον μεγαλύτερο μαρξιστή της Ρωσίας (τον κατακεραύνωνε ως προδότη της κομμουνιστικής επανάστασης και σοσιαλδημοκράτη πριν από το 1917).
Κι ερχόμαστε στον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του Σεπτέμβρη του 2014 ήταν ένα ήπιο δεξιό κεϊνσιανό πρόγραμμα. Παρ’ όλα αυτά, ούτε αυτό αλλά ούτε κι ένα μικρό μέρος του στάθηκε δυνατό να υλοποιηθεί, δεδομένου ότι η εφαρμογή της κεϊνσιανής πολιτικής συνεπάγεται ύπαρξη κεϊνσιανών εργαλείων σε εθνικο-κρατικό επίπεδο (ύπαρξη ανεξάρτητης Κεντρικής Τράπεζας, δημοσιονομική αυτονομία, εθνικό νόμισμα).
Αυτά δεν υπάρχουν διότι έχουν εκχωρηθεί με την ένταξη στην ΟΝΕ, αλλά και πριν από αυτήν, με την αποδοχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ ο κ. Ντράγκι δεν έδωσε ούτε ένα ευρώ υποστηρίζοντας την περίφημη κοστολόγηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ριζοσπαστικό κόμμα, έρχεται στην κυβερνητική εξουσία προσπαθώντας να διαπραγματευτεί με την τρόικα το μη βιώσιμο χρέος της χώρας, που δημιούργησαν οι δεινόσαυροι της μεταπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ.), επί τη βάσει πάρα πολύ λογικών προτάσεων οι οποίες, εν μέρει, αντλούσαν από μία μείξη κεϊνσιανισμού σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η προσπάθεια ήταν γενναία, αλλά οι δανειστές δεν λύγισαν. Και δεν λύγισαν διότι το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα που έχει επιβληθεί στην Ευρώπη από τη Γερμανία είναι η πολιτική που εφαρμόστηκε στην ίδια τη Γερμανία και την έκανε υπερδύναμη μέσα κι έξω από την Ευρώπη: συμπίεση μισθών και ημερομισθίων, ευέλικτα ωράρια εργασίας, αντιπληθωριστικά μέτρα, δημοσιονομική πειθαρχία και προσανατολισμός στην ανάπτυξη και στα εξωτερικά πλεονάσματα μέσω αύξησης εξαγωγών.
Αυτό είναι το πρότυπο που η Γερμανία προσπαθεί να επιβάλει σε όλη την Ευρώπη. Αυτή είναι και η λιτότητα, η οποία και παίρνει διαφορετικές μορφές και εμφανίζεται με διαφορετικές εντάσεις σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα λόγω του διαφορετικού επιπέδου κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Ολες οι χώρες οι υποψήφιες για ένταξη σε Ε.Ε. ή ΟΝΕ έχουν τους ίδιους περιορισμούς. Να λοιπόν τι δεν κατάφερε να σπάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις διαπραγματεύσεις. Αρα, ο ρεαλισμός της ηγετικής ομάδας του κόμματος έγκειται στο ότι αποδέχτηκε τους αντικειμενικούς περιορισμούς της υπερεθνικής εξουσίας της γερμανικής Ευρώπης με δεδομένη την έλλειψη κεϊνσιανών εργαλείων άσκησης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο. Αυτό σίγουρα αληθεύει. Αλλά δεν είναι το μόνο πρόβλημα για τη χώρα.
Εμείς θα εντοπίζαμε κι ένα άλλο, επίσης μεγάλο πρόβλημα στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία, ειδικά μετά από πέντε χρόνια σκληρής λιτότητας και νεοφιλελεύθερων διοικητικών μεταρρυθμίσεων (ας σκεφτεί κανείς το σχέδιο «Καλλικράτης» και τις συγχωνεύσεις ή καταργήσεις οργανισμών και διευθύνσεων της δημόσιας διοίκησης που έγιναν τα τελευταία χρόνια και έχουν κυριολεκτικά καταστρέψει τη διοικητική αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της χώρας σε πολλούς τομείς και πάνω απ’ όλα στους τομείς της Υγείας και της Εκπαίδευσης), έχει απολέσει κάθε πολιτική δυναμική και ικανότητα εφαρμογής οιωνδήποτε μέτρων και άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Με βάση αυτή την εύλογη και εμπειρικά επαληθεύσιμη πραγματικότητα, το νέο μνημόνιο που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μη εκτελεστέο. Δεν υπάρχει ούτε κρατικός μηχανισμός να το εφαρμόσει ούτε και κοινωνία να το αποδεχτεί, εφόσον, μεταξύ άλλων, η κοινωνία μέχρι πρότινος γαλβανιζόταν, και σωστά, με λογικές αντι-λιτότητας και παραγωγικής ανασυγκρότησης και, στο κάτω κάτω, δεν μπορεί να αντέξει άλλο. Το ίδιο πρόβλημα ισχύει και με τις προτάσεις για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και ανάκτηση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας.
Και αυτές οι προτάσεις θα βρεθούν αντιμέτωπες, σε περίπτωση που πάνε να υλοποιηθούν, με μια ξεχαρβαλωμένη κρατική μηχανή που δεν θα μπορεί να εφαρμόσει καμιά νέα βιομηχανική πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών και με μια ανήμπορη κοινωνία που θα αδυνατεί να απορροφήσει κι άλλη λιτότητα, η οποία και θα είναι αναγκαία τα πρώτα χρόνια πριν αρχίσει η φάση της ανάκαμψης. Κοντολογίς, η ανάκτηση κεϊνσιανών εργαλείων με αθέτηση πληρωμών και έξοδο από την ΟΝΕ δεν αρκεί. Λοιπόν, τι πρέπει να γίνει;
Εμείς βλέπουμε δύο παράθυρα φυγής από την ολοκληρωτική καταστροφή της χώρας και τα θέτουμε στην κρίση του λαού μας και της Αριστεράς. Το πρώτο είναι μια λύση μέσα στην ΟΝΕ. Για να είναι βιώσιμη και να μπορεί να εφαρμοστεί νέα λιτότητα με το νέο μνημόνιο που πήρε η κυβέρνηση, η τρόικα θα πρέπει να καταφύγει σε απόσβεση χρέους της τάξης τουλάχιστον του 40%, συνοδευόμενη από ένα επενδυτικό πρόγραμμα κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης και διοικητικού εκσυγχρονισμού των δομών του κράτους.
Χωρίς στιβαρό κράτος που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών, καμιά μεταρρύθμιση δεν πρόκειται να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αυτή η προοπτική είναι εφικτή και πρέπει να περπατήσει στην Ευρώπη, ειδικά τώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι έχει την απαραίτητη ευελιξία να προσαρμόζεται, όπως προσαρμόστηκαν όλα τα ριζοσπαστικά πολιτικά προτάγματα στην Ιστορία.
Επίσης, να τονιστεί ότι η γενναία πολιτική διαπραγμάτευσης που ακολούθησε δημιούργησε ρήγματα στη γερμανική καγκελαρία και το νεοφιλελεύθερο δόγμα της.
Η Ελλάδα έχει πολλούς φίλους στην Ε.Ε. τώρα, μετά τον οδυνηρό συμβιβασμό που έκανε, και την υποστήριξη του ΔΝΤ, που τονίζει την ανάγκη για απόσβεση του χρέους. Τονίζουμε ότι το παράθυρο αυτό δεν θα είναι για πολύ ανοικτό και η προοπτική που αχνοδιαγράψαμε πρέπει να υιοθετηθεί και να επικυρωθεί άμεσα από την τρόικα στις επικείμενες διαπραγματεύσεις.
Κι αν η τρόικα δεν ενδώσει στη διαγραφή του 40% του χρέους και ταυτόχρονα στρέψει την πλάτη της στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας; Τότε δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος παρά η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και η ανάκτηση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας.
Καλείται τότε ο λαός σύσσωμος, με την υποστήριξη των φιλικών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των λαϊκών κινημάτων στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια, να προχωρήσει κυρίαρχα σε ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα επανίδρυσης του κράτους, επανενεργοποίησης όλης της κοινωνίας μέσω κοινωνικών προγραμμάτων και μια πολιτική γενναίων κρατικών επενδύσεων, ειδικά στους τομείς όπου η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η ηλιακή ενέργεια, η ιχθυοκαλλιέργεια, η βιομηχανία αλουμινίου, τσιμέντου και τροφίμων-ποτών, η καλλιέργεια φυτών για φαρμακευτική χρήση και χρήση στα προϊόντα περιποίησης και η κτηνοτροφία.
Μια γενναία πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών και αύξησης μισθών θα τονώσει σταδιακά την ενεργό ζήτηση και θα μπορεί έτσι η χώρα να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη και να επανέλθει στις διεθνείς πιστωτικές αγορές. Η εμπορία πρώτων υλών, ενέργειας και φαρμάκων θα υπόκειται σε νέες συμφωνίες με την Ε.Ε. και τη Ρωσία.
Αυτά είναι τα δύο παράθυρα εξόδου που διαβλέπουμε. Και τα δύο θα πρέπει να τεθούν ως λύσεις, ανοιχτά και με διαύγεια, μπροστά στον ελληνικό λαό από τώρα.

Του Βασίλη  Κων/νου Φούσκα και Κώστα  Δημουλά


* Ο Κώστας Δημουλάς είναι επ. καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο Βασίλης Φούσκας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και συγγραφείς του βιβλίου «Ελλάδα, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση. Η πολιτική οικονομία του χρέους και της κοινωνικής κατάρρευσης», εκδόσεις Επίκεντρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου