Τάκης Σινόπουλος
ΤΕΤΟΙΑ ΜΕΡΑ πριν
από 98 χρόνια γεννιέται στην Ηλεία. Να πώς αυτοβιογραφείται: «Τελικά με θρέψανε
τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος (Ντουάνα), ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στ'
Ασπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω
από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα, κοντά στην Αγουλινίτσα - το
χωριό που γεννήθηκα - το σπίτι που γεννήθηκα - η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου
- ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος - τα κουνούπια της Αγουλινίτσας - το κρασί
και το λάδι της Αγουλινίτσας - τα ψάρια και τα χέλια από τη λίμνη της
Αγουλινίτσας - τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή. (...) Οσο θυμάμαι, η σιγουριά
δεν ήταν μάνα μου (αυτό το κατάλαβα κάπως νωρίς) - μήτε και των γονιών μου η
μάνα (πράγμα που το 'ξερα πολύ νωρίς)». Τον χαρακτηρίζουν πολλοί
πεζογράφο-ποιητή, επειδή μας άφησε μακροσκελή πονήματα. Εδώ αραδιάζω τα
λακωνικά για λόγους καθαρά χωροταξίας:
Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ Κοιτάχτε!
μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος./ Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ηταν/ στ’
αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του/ μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται.
Μα δε φωνάζει βοήθεια./ Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι
μου./ Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι./ Ποιος είναι τούτος
που αναλίσκεται περήφανος;/ Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;/ Η χώρα εδώ
είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι./ Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου
είπαν./ Ομως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος./ Κι όσο αφανίζονταν τόσο
άστραφτε το πρόσωπο./ Γινόταν ήλιος./ Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες
εποχές/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε./ Ο ποιητής
μοιράζεται στα δυο.
ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ (Του
Ν. Γ. Πεντζίκη) Ενα ακαθόριστο ταξίδι στην ανάμνηση/ η αποκεφαλισμένη μέρα/ μια
χώρα μακρινή/ τα μάτια που μιλούν/ και του κορμιού τις αίθουσες/ ο ατελείωτος
καιρός/ συνωστισμένος χρόνος.
ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ Ονειρο
διπλωμένο στ' όνειρο / η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα/ η πέτρα που σκοντάφτεις
και ξυπνάς/ σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά/ φεγγάρι ασύγκριτο /
περνώντας των δασών τα αινίγματα/ τις αίθουσες των δέντρων./ Ναι μοναξιά/ κι
ένα κορμί/ γεμάτο με ησυχία και μηδέν.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Τι
μας περίσσεψε απ' το σκηνικό; Το κάθισμα και τ' άλλο/ κάθισμα, η απότομη στροφή
του αέρα./ Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα/ πουλιά του./
Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-/θούμε κάποτε, θα σε
θυμάμαι./ Ο,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν' ακούγεται, μόλις/ ακούγεται
μέσα στις λέξεις./ Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση, προ-/ πάντων
η παραίτηση./ Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η/ πέτρα
έχει σκιά, τ' αγκάθι έχει φεγγάρι,/ ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ' τα
δόντια του δά-/ σους,/ η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια/
στάλα μαύρο νερό./ Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;
ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ
Τα ζοφερά βιβλία όπου αρμενίζει η βλάστηση. των μαύρων αισθημάτων/ δάση
στοχαστικής πυκνότητας/ ολάκερα βουνά/ ω σκόνη κι έρημος του νου./ Ελα / το
δίκαιο δόντι το αυστηρό μαχαίρι/ υγεία τσουχτερή/ τρομαχτικά τοπία γέννας./ Και
τότε να/ ποίηση θερμή πατρίδα αφανισμένη.
Του Δημήτρη Νανούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου