Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Κατάρτιση ανέργων: η μεγάλη «μπίζνα»

Κατάρτιση ανέργων: η μεγάλη «μπίζνα»

Η εσκεμμένη απαξίωση του ΟΑΕΔ, η «πίτα» των 3 δισ. ευρώ και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Πώς ένα κεκ μπορεί να εισπράξει από 1.080 έως 1.380 ευρώ το «κεφάλι»

Η κακή διαχείριση των κονδυλίων για την ανεργία επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του ίδιου του ΟΑΕΔ. Από το σύνολο των προγραμμάτων βρήκε δουλειά μόλις το 20% των συμμετεχόντων!

Των Τζώρτζη Ρούσσου, Κώστα Τσάβαλου

Σε έναν ιδιότυπο αγώνα «διαγκωνισμού» γύρω από τη μεγάλη «πίτα» των κονδυλίων του ΟΑΕΔ, τα οποία κατευθύνονται σε πολιτικές προγραμμάτων απασχόλησης και επανακατάρτισης ανέργων, έχουν επιδοθεί οι «πιστοποιημένοι» μεσάζοντες, ενθαρρυμένοι από τα σχέδια της κυβέρνησης για κατάτμηση του Οργανισμού. Η μνημονική υποχρέωση για «αναδιοργάνωση» του Οργανισμού, με το επιχείρημα ότι απέτυχε παταγωδώς στην αποστολή του να μειώσει την ανεργία επανεντάσσοντας στην αγορά εργασίας όσους χάνουν τη δουλειά τους, δημιουργεί νέα δεδομένα, τα οποία ευνοούν τη δράση των ιδιωτικών συμφερόντων.

Υπαγορευμένα σχέδια

Η εσκεμμένη πολιτική απαξίωσης και υποβάθμισης του ΟΑΕΔ που ακολουθεί η κυβέρνηση για να διευκολυνθεί η εφαρμογή των σχεδίων που υπαγορεύουν ουσιαστικά οι δανειστές στο όνομα και των δικών τους οικονομικών συμφερόντων, ξεδιπλώνεται σιγά σιγά στο πλαίσιο της υποτιθέμενης «αναδιοργάνωσης».

Τα πρώτα δείγματα γραφής είναι ήδη εμφανή, με την ανάθεση σε ιδιώτες μέρους του έργου που παλαιότερα επιτελούσε ο Οργανισμός στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων και έπεται συνέχεια με τα προγράμματα που πρόκειται να ανατεθούν στο προσεχές διάστημα. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν βάλει στο… μάτι την «πίτα» των περίπου 3 δισ. ευρώ που αθροίζουν συνολικά τα κονδύλια που απευθύνονται για χορήγηση επιδομάτων ανεργίας και για τη λειτουργία προγραμμάτων απασχόλησης. Μόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό η φετινή επιχορήγηση του οργανισμού στο πλαίσιο της κοινωνικής προστασίας ανέρχεται στα 505 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων ο Οργανισμός έχει ήδη δαπανήσει στο επτάμηνο του έτους το 58,6% (302 εκατ. ευρώ) των πιστώσεων. Τα υπόλοιπα έσοδα προέρχονται από κοινοτικούς πόρους και τις εισφορές υπέρ του Οργανισμού, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εισπράττεται από το ΙΚΑ και στη συνέχεια αποδίδεται στον δικαιούχο φορέα.

Ωστόσο, το μείζον ζήτημα δεν είναι η διαχείριση ορισμένων προγραμμάτων από ιδιωτικές εταιρείες, αλλά οι απώλειες κονδυλίων κατά τη διαδρομή μέχρι τους δικαιούχους ανέργους. Με βάση τη μέχρι τώρα εμπειρία, τουλάχιστον το 40% των πόρων χάνεται στις ατραπούς και στον «λαβύρινθο» των μεσαζόντων. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθεί και ένα 10%, που προκύπτει από το λειτουργικό κόστος της γραφειοκρατίας των υπουργείων και του ΟΑΕΔ, που διαχειρίζονται αυτά τα προγράμματα.

Χαρακτηριστική περίπτωση, τα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων με χρήση του νέου συστήματος των επιταγών κατάρτισης (voucher) 125.000 νέων θέσεων εργασίας συνολικού προϋπολογισμού περίπου 450 εκατ. ευρώ. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε την περασμένη χρονιά και -σύμφωνα με τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες- θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.

Η… προμήθεια
Για παράδειγμα, από το πακέτο ύψους 108 εκατ. ευρώ που προκηρύχθηκε μέσα στον Αύγουστο για 30.000 θέσεις εργασίας, περίπου τα 40 εκατ. ευρώ πάνε «λάφυρο» στα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ) για κατάρτιση 80 ωρών σε κάθε ωφελούμενο. Κατάρτιση θεωρητική, που επί το πλείστον είναι «εικονική» και δεν χρησιμεύει σε τίποτε τους όποιους νεοπροσλαμβανόμενους για πέντε μήνες σε επιχειρήσεις. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς μετά το 5μηνο ξαναμένουν άνεργοι. Σοβαρό αντικίνητρο για τη μείωση της ανεργίας μέσα από τα προγράμματα αυτά είναι το γεγονός ότι δεν έχει συνδεθεί ουσιαστικά η επανακατάρτιση με την εύρεση μιας θέσης εργασίας.

Τα ΚΕΚ εισπράττουν για την κατάρτιση 80 ωρών 1.380 ευρώ εάν το άτομο βρει δουλειά στο πεντάμηνο και 1.080 εάν δεν βρει δουλειά. Είναι προφανές ότι τα ΚΕΚ δεν… προβληματίζονται και πολύ για το αποτέλεσμα, αφού έτσι κι αλλιώς χάνουν μόλις 300 ευρώ για κάθε «κεφάλι».

Σε κάθε περίπτωση, τα προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας του ΟΑΕΔ ανοίγουν… πεδίον δόξης λαμπρό για τους ιδιώτες, εν όψει μάλιστα των νέων πολιτικών που προτίθεται να εφαρμοστούν για την καταπολέμηση της ανεργίας σε επίπεδο ευρωζώνης. Ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, στην παρθενική του ομιλία στο Ευρωκοινοβούλιο πρότεινε την εφαρμογή προγράμματος επενδύσεων ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση της ανεργίας. «Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, θα ήθελα την αποδέσμευση 300 δισεκατομμυρίων ευρώ για δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Την αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση των κονδυλίων για την αντιμετώπιση της ανεργίας, επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία του ίδιου του ΟΑΕΔ. Από το σύνολο των προγραμμάτων βρήκε δουλειά μόλις το 20% των συμμετεχόντων. Οι υπόλοιποι, απλώς μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, βρέθηκαν ξανά στην ανεργία.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Γιατί να διαβάσω, δάσκαλε;



Γιατί να διαβάσω, δάσκαλε;


Πληθαίνουν τα παιδιά που εγκαταλείπουν νωρίς κάθε προσπάθεια και οι μαθητές που δεν πασχίζουν για καλό βαθμό. Γυρίζουν την πλάτη στο σχολείο, γιατί δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που ως επαγγελματική προοπτική πρόσφερε στο παρελθόν

Οι επιτελείς του υπουργείου Παιδείας, στο πλαίσιο του επιχειρούμενου «ρεκτιφιέ» της μεταγυμνασιακής δημόσιας εκπαίδευσης, αντιμετωπίζουν χιλιάδες μαθητές ως «πλεονάζον προσωπικό» σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται»

ΚΑΤΣΙΚΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣΤου Χρήστου Κάτσικα

«Σε βάθος μελέτη για μεγάλη παρέμβαση στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση» ετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας, σύμφωνα με ανακοινώσεις του Ανδρέα Λοβέρδου στην προ ημερών συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. «Εκεί που πρέπει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας να σκύψει με όλη του την προσοχή είναι στο Δημοτικό σχολείο και σε ό,τι συγκροτεί την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Και γι' αυτό ετοιμαζόμαστε», τόνισε στη συνέχεια της ομιλίας του ο υπουργός Παιδείας και παράλληλα ανακοίνωσε ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου θα κατατεθεί στην εθνική αντιπροσωπεία το σχέδιο του υπουργείου.

Ακούγοντας τις ανακοινώσεις του Ανδρέα Λοβέρδου, ο καθένας μπορεί να φανταστεί ό,τι θέλει, ωστόσο δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη ότι η κεντρική «γραμμή» των περικοπών και των παρεμβάσεων, σύμφωνα με όσα ορίζει το γνωστό ΕΣΠΑ, αποτελεί τη σταθερή, κεντρική κατεύθυνση του υπουργείου Παιδείας. Οσα επικοινωνιακά τρικ και αν επιχειρεί το υπουργείο, όσα λεκτικά πυροτεχνήματα και αν ξοδεύει ο υπουργός Παιδείας, δεν πρέπει να διαφεύγει σε κανέναν ότι μόνιμος στόχος είναι η μείωση του προσωπικού και ένα αναλυτικό πρόγραμμα που θα «χωράει» μόνο τα μαθήματα αιχμής. Ωστόσο, η «γραμμή» αυτή έχει ήδη σοβαρές συνέπειες στην πορεία του μαθητικού πληθυσμού και ιδιαίτερα στη μορφωτική συγκρότησή του.

Χωρίς όνειρα

Και αυτό είναι φανερό, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, που η βαθιά οικονομική κρίση και οι πολιτικές της φτώχειας, της ανεργίας και της περιθωριοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού διαπερνούν την εκπαιδευτική διαδικασία και τις συνθήκες εκπαίδευσης δεκάδων χιλιάδων μαθητών στα ελληνικά σχολεία.

Χέρι χέρι, η ολοκληρωτική αναίρεση οποιασδήποτε δυνατότητας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας μέσα από την πρόσβαση στον εκπαιδευτικό μηχανισμό, ακυρώνει ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών προσδοκιών, συγκροτημένο εδώ και αρκετές δεκαετίες, γεγονός που επηρεάζει τις συνθήκες, αλλά και τα κίνητρα μάθησης μέσα στις σχολικές τάξεις. Η αθέατη υποχώρηση χιλιάδων μαθητών από τη μαθησιακή διαδικασία δεν προσαρμόζεται απλά στη ναυαγισμένη ζωή των οικογενειών, που είναι κατάσταση αδιεξόδου, αλλά ακριβώς στο αδιέξοδο της κατάστασής τους.

Την κατάσταση αυτή οπωσδήποτε έρχεται όχι να αναιρέσει, αλλά να πριμοδοτήσει η συνολική «γραμμή» της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής με το λεγόμενο νέο Λύκειο και την Τράπεζα Θεμάτων, τα νέα αναλυτικά προγράμματα, την κακότεχνη φροντιστηριοποίηση, τη μετάλλαξη της εκπαίδευσης σε φτηνή κατάρτιση, τη μαθητεία και βεβαίως τη βίαιη επιχείρηση μετάλλαξης των εκπαιδευτικών σε κακοπληρωμένους τεχνικούς και… συμβολαιογράφους επιδόσεων.

Τα πίσω θρανία

Και στο σημείο αυτό οφείλουμε να εστιάσουμε σε μια πλευρά, η οποία μένει αθέατη, στο περιθώριο των δημόσιων συζητήσεων. Ολο και πιο πολλοί εκπαιδευτικοί υποστηρίζουν ότι πληθαίνουν οι «μαθητές των τελευταίων θρανίων», δηλαδή τα παιδιά εκείνα που νωρίς εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια, ενώ από την άλλη είναι φανερή διά γυμνού οφθαλμού η συρρίκνωση της ομάδας των μαθητών που πασχίζει για καλά σχολικά αποτελέσματα.

Δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που υποστηρίζουν ότι -ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια- το ελληνικό σχολείο τείνει να μεταλλαχθεί σε μια «βιομηχανία» παραιτημένων και αδιάφορων μαθητών και μαζί ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού. Σαν να αντανακλά η ίδια η κοινωνία πάνω στη μαθησιακή διαδικασία. Μια κοινωνία όπου ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού συντρίβονται οικονομικά και κοινωνικά και αυτή ακριβώς η συντριβή, η ματαίωση κάθε ελπίδας και προσδοκίας, γίνεται βραδυφλεγής βόμβα στα δίκτυα της θέλησης χιλιάδων παιδιών για εκπαίδευση.

Μυρίζουν ήδη τον αποκλεισμό και αισθάνονται ότι δεν μπορούν να οικοδομήσουν προσδοκία που να μην είναι συνδεδεμένη με ένα νήμα με τη ματαίωσή της. Βιώνουν ήδη ένα παρόν -και ένα μέλλον- που συντρίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της ατομικής περιπλάνησης σε μια ακρωτηριασμένη εκπαίδευση και στην υπόσχεση μιας συντριπτικής εργασιακής ερήμου έπειτα από αυτή.

Αγεφύρωτο χάσμα

Στο πλαίσιο αυτό, βαθαίνει ένα αγεφύρωτο χάσμα μέσα στις σχολικές τάξεις: Δίπλα στα όλο και λιγότερα «άλογα κούρσας» που τινάζουν τις επιδόσεις στον αέρα, διαμορφώνονται οι «ουραγοί», μια μεγάλη ομάδα (ίσως η μεγαλύτερη μετά τη Μεταπολίτευση) παιδιών, κυρίως από τα λαϊκά στρώματα (γόνοι αγροτών, εργατών, μικροϋπαλλήλων και -βεβαίως- των κατεστραμμένων μεσαίων στρωμάτων), οι οποίοι γυρίζουν την πλάτη στη σχολική εκπαίδευση σαν απάντηση στο γεγονός ότι η τελευταία δεν έχει πλέον να τους προσφέρει αυτό που, στο πεδίο των επαγγελματικών προοπτικών, πρόσφερε στο παρελθόν.

Το εφιαλτικό ερώτημα «γιατί να διαβάσω, δάσκαλε;» πλανάται ήδη σαν φάντασμα μέσα στις σχολικές τάξεις και λιπαίνει το έδαφος για μια πλήρη απαξίωση της γνώσης ακριβώς από τη γενιά εκείνη που τη χρειάζεται περισσότερο, για να αλλάξει τον εαυτό της και τον κόσμο, να ξελασπώσει το μέλλον της.

Θα λέγαμε ότι πάνω σε αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, που βεβαίως έχει αιτίες, έρχονται σήμερα να «πατήσουν» οι επιτελείς του υπουργείου Παιδείας, για να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση της κοινής γνώμης το επιχειρούμενο «ρεκτιφιέ» της μεταγυμνασιακής δημόσιας εκπαίδευσης που περνάει μέσα από την «έξωση» χιλιάδων μαθητών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως «πλεονάζον προσωπικό» σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται». Είναι τραγικό: Αυτοί που χρόνια τώρα λίπαναν το έδαφος της αμορφωσιάς, αυτοί που «λάσπωσαν» σε πολιτικό επίπεδο την εκπαίδευση και τους μαθητές, αυτοί οι ίδιοι να παρουσιάζονται ως οι τιμητές της εξυγίανσης του σχολικού συστήματος…
…………………………………………….
mathitesΜαζική έξωση των αδυνάτων
Αποκλειστικός ρόλος του νέου σχολείου είναι να διαχωρίσει με «αντικειμενικό» τρόπο τους «μπροστάρηδες» από τους «ουραγούς» και να εξωθήσει τους δεύτερους σε μια γρήγορη έξοδο από το Λύκειο. Η κυνική δικαιολογία; Αφού «δεν παίρνουν τα γράμματα», γιατί να ξοδεύουμε λεφτά;…

Aς έρθουμε σε όσα επιχειρεί αυτή την περίοδο το υπουργείο Παιδείας στον χώρο της εκπαίδευσης και ας ρίξουμε μια ματιά μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της μελλοντικής σχολικής αίθουσας, όπως πασχίζει να τη διαμορφώσει η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική που πήρε σάρκα και οστά φέτος με την «κατασκευή» χιλιάδων μετεξεταστέων.

Είναι πλέον σαφές ότι το Λύκειο έχει ιδιαίτερα αναβαθμισμένη την επιλεκτική λειτουργία σε βάρος της μορφωτικής. H εντατικοποίηση των σπουδών μέσα από την εξετασιομανία διαπερνά όλο το σχολικό πρόγραμμα και δεν αποτελεί παρά τη νεκρολογία της επαφής του μαθητή με την ουσία της γνώσης.

Γιατί, βέβαια, αν εξετάσει κανείς τη σχέση του περιεχομένου των μαθημάτων (τι), της μεθόδου (πώς) και των πρακτικών ελέγχου (εξεταστικές δοκιμασίες), θα διαπιστώσει εύκολα ότι η σύνθεσή τους, την ίδια στιγμή που μεταλλάσσει τη μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί και να αναστείλει ακόμη και μορφές προσαρμοστικότητας στη μάθηση.

Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στην τεχνική εκπαίδευση, καθώς εκεί η κατάρτιση σε συνδυασμό με τη μαθητεία (δωρεάν εργασία για τις επιχειρήσεις) οικοδομούν έναν φονικό συνδυασμό για τη γνώση στην πιο κρίσιμη ηλικία. Η «προεργασία» έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην υποχρεωτική εκπαίδευση και στο Δημοτικό σχολείο. Και αυτό το έχουν αντιληφθεί όσοι αναπνέουν την κιμωλία στις σχολικές τάξεις, αλλά και οι γονείς που έχουν παιδιά σε αυτή τη βαθμίδα.

Είναι φανερό ότι οι πρόσφατες εκπαιδευτικές αλλαγές, οι όροι λειτουργίας και οι προδιαγραφές του νέου Λυκείου οδηγούν σε μια εκπαιδευτική Ηρωδιάδα! Μαζί με την υποεκπαίδευση, το υπουργείο Παιδείας έρχεται να επιχειρήσει τη μαζική έξωση των αδυνάτων. Η λυκειακή βαθμίδα επιφορτίζεται, όχι στο να προετοιμάσει το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, αλλά στο να διαπιστώσει-νομιμοποιήσει την ικανότητα εκείνων που «προορίζονται» να φοιτήσουν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα του διαφοροποιημένου σχολικού πληθυσμού, στο γεγονός ότι οι μαθητές έχουν διαφορετικές/ άνισες μορφωτικές αποσκευές, «ανάβει» στο φουλ τις μηχανές της επιλεκτικής λειτουργίας του σχολείου και καλεί τους εκπαιδευτικούς να λειτουργήσουν σαν μια «εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ (Υπηρεσία Ελέγχου Διακινήσεως Αγαθών)».

Αποκλειστικός ρόλος του νέου σχολείου είναι να διαχωρίσει με «αντικειμενικό» τρόπο τους «μπροστάρηδες» από τους «ουραγούς», τους ικανούς από τους «ανίκανους» και να εξωθήσει τους δεύτερους σε μια γρήγορη έξοδο από το Λύκειο. Η κυνική δικαιολογία: Αφού «δεν παίρνουν τα γράμματα», γιατί να υπάρχει σπατάλη πόρων για τη συντήρησή τους;

Παιδεία και προοπτική

Παιδεία και προοπτική
pisinaΤης Εύης Βουλγαράκη -Πισίνα

Ζούμε στη χώρα της ευκαιρίας. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανακοινώνει τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης των ΑΕΙ μέσω ιδιωτικών πόρων και ευρωπαϊκών προγραμμάτων, επισημαίνοντας παράλληλα το πεπερασμένο του δημόσιου κορβανά.
Μια σχετικά ουδέτερη υπουργική ανακοίνωση που συνοδεύει τη σχετική ρύθμιση παρουσιάζεται επικοινωνιακά από το σύνολο των συστημικών ΜΜΕ σε τόνους πανηγυρικούς. Η δυνατότητα ιδιωτικής χρηματοδότησης εξαίρεται ως δικαίωμα, αν όχι και προνόμιο. Κι ενώ η τηλεοπτική σκηνοθεσία μάς καλεί να ζήσουμε το νεοφιλελεύθερο american dream στην Ελλάδα, η πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσουμε με την επιστροφή στην πόλη θα είναι αδυσώπητη.
Το δημόσιο Πανεπιστήμιο, όπως το γνωρίζαμε, δεν θα υπάρχει πια. Η πορεία αυτή στον χώρο της Παιδείας είναι προδιαγεγραμμένη και αναμενόμενη, αλλά τώρα πια η καταστροφή προχωρά πλησίστια. Διότι μαζί με τις νέες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις για τα ΑΕΙ, ταυτόχρονα εκποιούνται και περιουσιακά τους στοιχεία, ενώ συνάμα ιδιωτικοποιούνται φορείς της εκπαίδευσης.
Ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός συνάδει με τη γενικότερη πολιτική κατάσταση. Οταν ένας λαός παρηγορείται νοερά στη σφαίρα μιας εικονικής πραγματικότητας, ενώ προορίζεται να ζει υποταγμένος, υποδουλωμένος σε χρέη, πάμφτωχος, στον παροξυσμό του φόβου, είναι προφανές ότι θα στερηθεί και το δικαίωμα της παιδείας. Δεν γίνεται, πράγματι, να οικοδομείται η δημόσια, ελεύθερη, ανθρωπιστική, κριτική, δημοκρατική παιδεία σε συνθήκες έκπτωσης από τη δημοκρατία, αλλά και σε συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης. Η υποτίμηση της Παιδείας μοιραία θα ακολουθήσει.
Οι γενιές του Μεσοπολέμου, αλλά και κατά τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι και τα χρόνια της χούντας είχαν ένα όραμα: να μορφώσουν τα παιδιά τους, να τα βγάλουν από το χωράφι ή από τη μοίρα των ανειδίκευτων εργατών, από την ανάγκη να μπαρκάρουν ή να μεταναστεύσουν και να τους δώσουν μια καλύτερη ζωή. Η Παιδεία ήταν το κύριο κοινωνικό ασανσέρ.
Σήμερα, το κοινωνικό αυτό ασανσέρ αποδείχτηκε πολλαπλά απατηλό. Οχι μόνο για τη μη εξεύρεση επαρκούς ισορροπίας μεταξύ ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών, αλλά και γιατί η αντίρροπη πορεία έχει ήδη αρχίσει. Η γενιά της μεταπολίτευσης και οι νεότερες του νόμου-πλαίσιο 1268/1982, και των μεταρρυθμίσεων που ακολούθησαν, από θέσεις γονέων, δασκάλων ή απλών πολιτών καλούνται να προστατέψουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους από την ερήμωση στο τοπίο της Παιδείας.
Οι σπουδάζουσες γενιές ήδη αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο διαγραφής από τους φοιτητικούς καταλόγους, λόγω καθυστέρησης στον χρόνο σπουδών. Καθώς η μαύρη εργασία έχει γίνει ημινόμιμο καθεστώς, οι εργαζόμενοι και κατά τεκμήριο φτωχότεροι φοιτητές αδυνατούν να αποδείξουν την εργασία τους. Παράλληλα, οι φοιτητές ενδέχεται να συναντήσουν και τα δίδακτρα –και όχι μόνο στα μεταπτυχιακά. Κάθε φοιτητική κινητοποίηση καταστέλλεται εν τη γενέσει της μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και τον κίνδυνο απώλειας της φοιτητικής ιδιότητας.
Η τελευταία συνολική μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου ήταν το καίριο χτύπημα, η μήτρα του κακού στον χώρο της εκπαίδευσης. Η απαξίωση της δημόσιας Παιδείας και ο ολοένα ταξικότερος χαρακτήρας της μέσω της πρόσδεσης σε ιδιωτικά κεφάλαια φανερώθηκαν απροκάλυπτα, ενώ εξειδικεύτηκαν και βάθυναν περαιτέρω από τις μνημονιακές κυβερνήσεις μέχρι σήμερα.
Η σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή, με τις ανάγκες της κοινωνίας στο εκάστοτε παρόν ήταν ένα αιτούμενο της εκπαίδευσης που απομάκρυνε τον κίνδυνο μιας αραχλιασμένης θεωρητικοποίησης και υποσχόταν φρεσκάδα, προσαρμοστικότητα, ευελιξία, κινητικότητα και καινοτομία.
Η εγκατάλειψη όμως του δημόσιου Πανεπιστημίου στις χρηματοδοτήσεις εταιρειών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αφενός χειραγωγεί την επιστήμη και αφετέρου ρίχνει ταφόπλακα σε μια σειρά κλάδων σπουδών. Μια ζεύξη του δημόσιου και του ιδιωτικού θα είχε νόημα και ενδεχομένως να ήταν ευεργετική μέσα από πολύ αυστηρούς κανόνες λειτουργίας και σε καμία περίπτωση σε καθεστώς πολιτειακής εγκατάλειψης και εξώθησης σε επαιτεία.
Οπως νοείται σήμερα, η σύνδεση της Παιδείας με την «παραγωγή», δηλαδή ως περαιτέρω και σχεδόν αποκλειστική εξάρτηση από τις επιλογές του κεφαλαίου, μέσω πολυεθνικών και της Ε.Ε., θα καταστρέψει το υπ’ αριθμόν 1 εθνικό προϊόν της χώρας, το πολιτιστικό, που θα μπορούσε να είναι η ναυαρχίδα της ελληνικής οικονομίας –και όχι μόνο στο πεδίο της τουριστικής αξιοποίησης. Ο ελληνικός πολιτισμός και η Ιστορία αυτού του τόπου συνιστούν προϊόν εξαγώγιμο και με μεγάλη, παγκόσμια ζήτηση.
Αντί η χώρα να επενδύσει σ’ αυτούς τους τομείς, έχει επιλέξει την αποεπένδυση, όπως περιγράφεται αυτό που όντως συμβαίνει με όρους οικονομικής πολιτικής. Και μάλιστα, η προσπάθεια του κράτους είναι να άρει την ευθύνη του για δημόσια επένδυση, μετατοπίζοντάς την όσο μπορεί περισσότερο στην αδηφάγο αγορά.
Ηδη και πριν από την κρίση, η αχρηστία των δομών, αλλά και αδυσώπητες ευθύνες των προσώπων έχουν οδηγήσει στη διαρκή εισαγωγή επεξεργασμένων προϊόντων του ίδιου του πολιτισμού μας. Οι κριτικές εκδόσεις αρχαίων, και όχι μόνο, κειμένων γίνονται, επί το πλείστον, σε μεγάλα Πανεπιστήμια και εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, ενώ μια τεράστια μορφωτική και παραγωγική βιομηχανία στήνεται εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας στη βάση της εγχώριας κληρονομιάς μας, αρχαίας, βυζαντινής ή και σύγχρονης.
Η πολιτιστική κληρονομιά μας είναι παγκόσμια, όπως όλοι οι μείζονες πολιτισμοί. Εξίσου παγκόσμια και η επιστήμη. Ενας μίζερος επαρχιωτισμός αναμφίβολα δεν είναι το ζητούμενο. Εκείνο που αμφισβητείται είναι οι επιλογές αυτοαπαξίωσής μας και η αδυναμία, η απροθυμία και η πολλαπλή ανεπάρκεια να παίξουμε σοβαρά σε ένα κατεξοχήν προνομιακό για μας πεδίο.
Υπάρχει χώρος και τρόπος για μια τελείως διαφορετική πολιτική στον τομέα της Παιδείας, που θα αποφέρει κέρδος σε όλα τα επίπεδα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες, την πρώτη ύλη αυτής της χώρας. Για τον λόγο αυτό ο εκπαιδευτικός σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνεται στο ασφυκτικό και καθ’ υπαγόρευσιν πλαίσιο των επιταγών του Μνημονίου.
Εξάλλου, ο αυτοκαθορισμός των προτεραιοτήτων ενός εκπαιδευτικού σχεδιασμού είναι όρος αναγκαίος, όχι όμως και ικανός. Η μεθοδολογία της εργασίας, και ιδίως της συνεργασίας, χρήζει επαναπροσδιορισμού, με γνώμονα να επιτύχουμε βέλτιστες συνέργειες σε όλα τα επίπεδα.
Εάν παζαρέψουμε και ξεπουλήσουμε τα πάντα στην Παιδεία, θα παραδώσουμε στα παιδιά μας ένα σκοτεινό ή λειψό εκπαιδευτικό πλαίσιο, ξένο προς το κλασικό παράδειγμα, που εκτρέφει την υποτέλεια, την ακρισία, την άγνοια και τον ευτελισμό. Θα τα αποστερήσουμε από το μείζον εκείνο εργαλείο που θα τους επιτρέπει να αυτοκαθορίζουν την πορεία τους ως πολίτες.
Τελικά η Παιδεία είναι δημόσιο αγαθό και ανθρώπινο δικαίωμα;
Δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός, συγγραφέας

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Καλά κάνουν και ανησυχούν οι δημόσιοι υπάλληλοι

Καλά κάνουν και ανησυχούν οι δημόσιοι υπάλληλοι
Του Γιώργου Πετρόπουλου

 Εχουν λόγο οι δημόσιοι υπάλληλοι να ανησυχούν από την εφαρμογή του μέτρου της αξιολόγησης, όταν την τελευταία ημέρα της συνεδρίασης της Βουλής, πριν από τις διακοπές του Δεκαπενταύγουστου, το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης πέρασε τροπολογία στο πολυνομοσχέδιο με την οποία διαβεβαιώνει -και νομοθετικά- ότι όσοι επιμεριστούν στη μικρότερη ποσόστωση του 15% δεν πρόκειται να έχουν καμία εργασιακή, μισθολογική ή βαθμολογική επίπτωση; Ολα τα στοιχεία δείχνουν πως η ανησυχία τους είναι δικαιολογημένη και δεν εξαρτάται από καμία καλή ή κακή θέληση της οποιασδήποτε πολιτικής ηγεσίας.
Το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης ορκίζεται σε όλους τους θεούς και σε όλους τους τόνους ότι η τωρινή αξιολόγηση, το σύστημα δηλαδή με τις ποσοστώσεις, θα εφαρμοστεί μόνο για το τρέχον έτος, ενώ τους επόμενους μήνες θα νομοθετηθεί πάγιο σύστημα αξιολόγησης το οποίο θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το επόμενο έτος. Επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Αλλά τότε τι χρειάζεται η τωρινή αξιολόγηση; Και γιατί τόση φασαρία αν πρόκειται για ένα τίποτα;

Τίποτα δεν γίνεται για το τίποτα κι ασφαλώς δεν μπορούμε να δεχτούμε πως όλα αυτά, περί αξιολογήσεως μόνο για το 2014 και χωρίς επιπτώσεις, είναι μέριμνα που ξεκινάει από την καλή θέληση των κυβερνώντων να εντοπίσουν τους υπαλλήλους με ελλείψεις ώστε να τους επιμορφώσουν και να τους κάνουν καλύτερους.

Τροχιοδεικτικά

Στην ουσία της, η τωρινή αξιολόγηση λειτουργεί τροχιοδεικτικά για αυτήν που θα ακολουθήσει και η οποία, όπως διαβεβαιώνει το αρμόδιο υπουργείο, θα έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια, τώρα γίνεται ένας επιμερισμός προσωπικού σε χρειαζούμενους και μη χρειαζούμενους, ικανούς ή λιγότερο ικανούς -αναφορικά με τις υπηρεσίες όπως είναι σήμερα διαρθρωμένες- ώστε στη συνέχεια να υπάρξει μια μεγάλη ανακατάταξη προσωπικού στο Δημόσιο που θα έχει από υποχρεωτικές μετατάξεις έως και απολύσεις. Αυτό το έργο σχεδιάζεται και ανασχεδιάζεται στον δημόσιο τομέα τα τελευταία 20 χρόνια και με εντατικούς ρυθμούς από την έναρξη της εποχής των μνημονίων.

Ας θυμηθούμε ορισμένες στιγμές-σταθμούς.

Η ανάγκη μια βαθιάς τομής στον δημόσιο τομέα ξεκίνησε τουλάχιστον στα φανερά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν ήταν μια ανάγκη που προέκυψε από μεγάλους μεταρρυθμιστές και καινοτόμους, αλλά ως απαίτηση μιας πραγματικότητας που συντελούνταν στην ίδια την οικονομική βάση της χώρας.

Η ένταξη στην Ε.Ε.

Η ένταξη και η ενσωμάτωση στην ΕΟΚ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο τέλος τέλος στην ευρωζώνη άλλαζε τη μορφή και την ουσία της ελληνικής οικονομίας και κατά συνέπεια απαιτούσε έναν άλλο δημόσιο τομέα, προσαρμοσμένο στο νέο οικονομικό μοντέλο. Σε τελευταία ανάλυση το κράτος, στην οικονομική του λειτουργία, δεν είναι τίποτα άλλο από το εργαλείο διοίκησης, διευθέτησης και ρύθμισης των υποθέσεων της οικονομίας.

Αρχικά με νόμο Πεπονή, τον περίφημο Ν. 2190/94 περί ΑΣΕΠ, επιχειρήθηκε να μπει ένας φραγμός στους ανεξέλεγκτους διορισμούς στον δημόσιο τομέα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Αλλά κι αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε με πλήθος εξαιρέσεων. Στην εφαρμογή του -και ειδικά για εκείνες τις προσλήψεις που γίνονταν εκτός ΑΣΕΠ- συνοδεύτηκε από την εισαγωγή στο Δημόσιο πλήθους εργασιακών σχέσεων (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου κ.ο.κ.). Στη συνέχεια, επί Β. Παπανδρέου ως υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (1999-2001), με το περιβόητο «Πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΕΙΑ», έγινε μια προσπάθεια να μπει ποσόστωση στις προσλήψεις (δύο φεύγουν με σύνταξη ή αποχώρηση-ένας προσλαμβάνεται). Κι αυτό το σύστημα παραβιάστηκε με αποτέλεσμα η μεταρρύθμιση να καθυστερεί επικίνδυνα. Ηταν τότε που η κυβέρνηση Καραμανλή διακήρυξε την ανάγκη επανίδρυσης του κράτους. Μια πολιτική επιλογή που διακηρύχθηκε μεν αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ενα κράτος δεν επανιδρύεται σε μία τετραετία ούτε σε δύο.

Αρχή με τα STAGE

Και μετά ήρθαν η κρίση και το Μνημόνιο. Ο υπουργός Εσωτερικών του ΠΑΣΟΚ Γ. Ραγκούσης αρχικά ξεκίνησε να διώχνει τους, κάθε λογής, συμβασιούχους από τις δημόσιες υπηρεσίες ξεκινώντας από τους συμμετέχοντες στα προγράμματα STAGE. Υποσχόταν μάλιστα πως για όσους έφευγαν και κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες θα προσλαμβάνονταν μόνιμοι. Και διερρήγνυε τα ιμάτιά του που στο Δημόσιο υπήρχε ένα χάος εργασιακών σχέσεων. Σύνθημά του τον πρώτο καιρό: Ενα είναι το Δημόσιο-μία η εργασιακή σχέση σ’ αυτό. Τι έγιναν όλα αυτά; Καπνός. Οι δανειστές δεν άφησαν το παραμικρό περιθώριο για διαφορετικούς σχεδιασμούς: Αρχικά επέβαλαν πλήρη εκκαθάριση των συμβασιούχων και ποσόστωση στις προσλήψεις που ξεκίνησε από το 1 προς 5 και έφτασε στο 1 προς 10 ή και περισσότερο (ένας προσλαμβανόταν για πέντε ή δέκα που έφευγαν). Ταυτόχρονα επέβαλαν δραστικές μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού και στη συνέχεια απολύσεις μέσω της περιβόητης κινητικότητας-διαθεσιμότητας.

Ολα αυτά ξεκινούσαν και τελείωναν έχοντας έναν στόχο: τη μείωση του μισθολογικού κόστους στον δημόσιο τομέα. Ο Γιάννης Ραγκούσης δήλωνε στη Βουλή, τον Μάρτιο του 2011, ότι στο τέλος της τετραετίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το φθινόπωρο του 2013, το μισθολογικό κόστος του Δημοσίου από τα 22 δισ. ευρώ που ήταν τότε θα έπεφτε στα 16 δισ. ευρώ. Δεν έπεσε έξω στους υπολογισμούς του.

Με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης τον Δεκέμβριο του 2013 το μισθολογικό κόστος έπεσε στα 15,8 δισ. ευρώ. Πού θέλουν να το φτάσουν;

Πού βρίσκεται η αλήθεια στο θέμα με τις αξιολογήσεις
ΤΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΟ κόστος είναι η αρχή και το τέλος όλων των σχεδιασμών που γίνονται σήμερα. Οταν με τον νόμο 4093/2012 ξεκίνησε η ιστορία της αξιολόγησης στο Δημόσιο, αυτή δεν αφορούσε μόνο τη διαθεσιμότητα-κινητικότητα κάποιων υπαλλήλων, αλλά και την αξιολόγηση δομών και προσωπικού όλου του δημόσιου τομέα. Τότε, ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες που ασχολούνταν με αυτή την υπόθεση υποστήριζαν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις πως αν η αξιολόγηση έφτανε στις δομές και στο προσωπικό του κράτους που βρίσκονται κάτω από τα υπουργεία, το προσωπικό που θα κρινόταν πλεονάζον ή μη ικανό να υπηρετεί στις θέσεις όπου εργαζόταν θα ξεπερνούσε τους 40.000 με 45.000 υπαλλήλους.

Τέτοια αξιολόγηση δεν έγινε ποτέ, αλλά οι υπολογισμοί που γίνονταν τότε για πάνω από 40.000 υπαλλήλους σε διαθεσιμότητα δεν ήταν εξωπραγματικοί. Εδράζονταν στην προσαρμογή σε ένα μοντέλο Δημοσίου όπου το κράτος σιγά σιγά, αλλά σταθερά, θα περιοριζόταν σε έναν επιτελικό ρόλο πάνω στις υποθέσεις της κοινωνίας και της οικονομίας και θα αποχωρούσε από κάθε παραγωγική διαδικασία.

Αυτό το μοντέλο δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από τους κυβερνώντες. Απλά η προσαρμογή σε αυτό καθυστερεί ή παίρνει κάθε φορά διαφορετικούς δρόμους – πέρα από το γεγονός ότι σκοντάφτει συχνά πάνω σε νομικά-συνταγματικά εμπόδια. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η επιλογή ενός τέτοιου Δημοσίου πηγάζει από μια ασφαλή εκτίμηση ότι το κράτος οπωσδήποτε πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες που επιτάσσει το μοντέλο τής -μετά την κρίση- οικονομίας της χώρας. Και σκοντάφτει ακριβώς πάνω στο γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει από τώρα ποιο θα είναι το μετακρισιακό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Ετσι το μόνο σίγουρο και σταθερό κριτήριο μείωσης του Δημοσίου που υπάρχει σήμερα είναι καθαρά δημοσιονομικό και αφορά το μισθολογικό κόστος.

Γύρω στα 15 δισ. για μισθούς

Από την κυβέρνηση και τους δανειστές δεν είναι καθόλου καθαρό σε ποιο σημείο θέλουν να φτάσουν το ποσό που πρέπει να πληρώνει το κράτος για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Φαίνεται μάλλον πως είμαστε κοντά στο όριο, δηλαδή σε μια σταθεροποίηση του ποσού γύρω στα 15 δισ. ευρώ. Οταν αυτό ξεκαθαρίσει, όταν φτάσουν να πουν ότι τόσα θα δίνουμε για μισθούς στο Δημόσιο (και ευρώ παραπάνω), τότε θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση που θα έχει δύο σκέλη: Το ένα σκέλος θα αφορά μείωση του προσωπικού μέσω απολύσεων. Κι αυτές οι απολύσεις θα προκύψουν από την αξιολόγηση. Οι χαμηλά βαθμολογούμενοι υπάλληλοι θα βρίσκονται μπροστά στην πόρτα της ανεργίας. Το άλλο σκέλος είναι ότι θα ανοίξει μια συζήτηση που θα συμπυκνώνεται στο εξής: Με τα λεφτά που διαθέτουμε για μισθούς στο Δημόσιο, ποιους υπαλλήλους θέλουμε; Θέλουμε δασκάλους; Τους πληρώνουμε. Θέλουμε νηπιαγωγούς; Τους πληρώνουμε. Θέλουμε στρατιωτικούς, δικαστές, αστυνομικούς; Τους πληρώνουμε. Δεν θέλουμε τις τάδε ή τις δείνα υπηρεσίες; Δεν τις πληρώνουμε. Καταργούμε θέσεις, καταργούμε φορείς, απολύουμε προσωπικό. Τόσα δίνουμε, τόσους υπαλλήλους μπορούμε να έχουμε.

Αν έχουν επομένως μια αξία οι σημερινές αξιολογήσεις φορέων και προσωπικού, αυτή αφορά το αυριανό ξεσκαρτάρισμα, σε ένα κράτος που επανιδρύεται και κρατάει ό,τι χρειάζεται κι ό,τι μπορεί ή θέλει να πληρώσει. Στο βάθος αυτού του σχεδιασμού βρίσκεται και η ιδιωτικοποίηση σημερινών υπηρεσιών του Δημοσίου. Πρόκειται για τα φιλέτα από τα οποία οι ιδιώτες μπορούν να βγάζουν λεφτά. Το κράτος θα τις κλείνει ή θα τις παραχωρεί στον ιδιωτικό τομέα, οι επιχειρηματίες θα τις αναλαμβάνουν και οι πολίτες θα πληρώνουν αδρά και με όρους αγοράς στους τελευταίους αυτό που έχουν ανάγκη και θα έπρεπε να τους παρέχεται από την πολιτεία.

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

ΕΜΠΑΡΓΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ: ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΕΝΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟΥ!

ΕΜΠΑΡΓΚΟ ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ: ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΕΝΟΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟΥ!



Του ΤΑΣΟΥ ΚΑΝΤΑΡΑ*
Η απόφαση της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, να συμπλεύσει με τον πλέον απόλυτο τρόπο με τις επιλογές των Αμερικανών και των λοιπών Ευρωπαίων, για επιβολή μέτρων κατά της Ρωσίας στο ουκρανικό ζήτημα, αποτυπώνει τη θέση της χώρας μας στο σημερινό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο στερέωμα. Θέση προτεκτοράτου, την οποία κατάντησαν με την ξενόδουλη πολιτική τους, οι κυβερνήσεις της τροϊκανής περιόδου. Μέρες που είναι,η πολιτική Σαμαρά-Βενιζέλου, μας θυμίζει την πολιτική της Ελλάδας σε μια μακρινή, αλλά όχι ξεχασμένη περίοδο, εκείνη της εκστρατείας των ελληνικών στρατευμάτων, υπό τη σημαία των «συμμάχων», στην Ουκρανία το 1919. Μιας άλλης ασφαλώς Ρωσίας, που δεν έχει σχέση με τη σημερινή. Έχει όμως σχέση, το «μήλον της έριδος». Τα τεράστια ενεργειακά αποθέματα της ευρύτερης περιοχής, που διαμορφώνουν όρους νέων παγκόσμιων συσχετισμών. Η εκστρατεία εκείνη, εκστρατεία πλήρους ταύτισης με τα γεωπολιτικά συμφέροντα των λεγόμενων συμμάχων της εποχής, είχε ως «αντίδωρο», όχι μόνο τα βαριά πλήγματα των ελληνικών κοινοτήτων της Νότιας Ρωσίας, αλλά κυρίως το μικρασιατικό μέτωπο και την μικρασιατική ανείπωτη τραγωδία, που δεν μπορούν να ξεχάσουν οι Έλληνες ακόμη και σήμερα. Ξαναγίνεται λοιπόν επίκαιρη και διδακτική η Ουκρανία!
Οι κυρώσεις της ΕΕ σε βάρος της Ρωσίας, που αφορούν τον χρηματοδοτικό τομέα και τις πρώτες ύλες των πολεμικών βιομηχανιών της, οδήγησε εξ αντικειμένου τη Ρωσία να διακόψει την εισαγωγή αγροτικών και διατροφικών προϊόντων καθώς και πρώτων υλών από τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ, απόφαση που αποτελεί πλήγμα για την ευρωπαϊκή αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ότι εμπλέκεται γύρω απ αυτή (μεταφορές κλπ).                                                               
Το 2013, οι εξαγωγές Ευρωπαϊκών προϊόντων προς τη Ρωσία, ανήλθαν σε 12 δισεκατομμύρια ευρώ και αντιστοιχούσαν στο 10% των συνολικών εξαγωγών προς τη Ρωσία! Μια καθόλου ευκαταφρόνητη αγορά. Τα φρούτα, το τυρί, το χοιρινό κρέας και τα λαχανικά, αποτελούν τους τέσσερις κύριους τομείς αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, των εξαγωγών προς τη Ρωσία.
Για τη χώρα μας, κυριαρχούν τα ροδάκινα, τα ακτινίδια, οι φράουλες, τα βερίκοκα, τα κεράσια, τα νεκταρίνια, οι ελιές, το ελαιόλαδο κ.α. Το μερίδιο της χώρας μας, στην ρώσικη αγορά φέτος, αγγίζει τα 410 εκατομμύρια ευρώ.                                                                                                                       Η υλοποίηση της εξαγγελίας της ρωσικής κυβέρνησης, θα είναι καταστροφική για την ελληνική παραγωγή και την ίδια την ελληνική οικονομία, σε μια περίοδο μάλιστα, που οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι υφίσταται με οδυνηρό τρόπο, τις συνέπειες της ανεπανάληπτης οικονομικής κρίσης, των επιλογών της κυβέρνησης και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. 
Από την εξέλιξη αυτή τις μεγαλύτερες απώλειες θα υποστούν οι παραγωγοί στις περιοχές της Μακεδονίας (Ημαθία, Πέλλα, Πιερία, Κοζάνη), της Θεσσαλίας (Λάρισα, Μαγνησία) και της Πελοποννήσου (Ηλεία), στις οποίες επικεντρώνεται η παραγωγή των φρούτων. Ταυτόχρονα βέβαια με τις επί πλέον συνέπειες, που θα έχουν ορισμένες από τις περιοχές αυτές, από τις ακυρώσεις των Ρώσων τουριστών, που αποτελούσαν ανάσα ζωής για τους απασχολούμενους στον τουριστικό τομέα.                                                                                    
Όπως σωστά καταγγέλλει, το δελτίο τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, για την «απαράδεκτη στάση της σημερινής κυβέρνησης, που υπάκουσε και υπακούει τυφλά στις ψυχροπολεμικές στρατηγικές Ουάσιγκτον - Βρυξελλών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και της χώρας». Σε συγκυρία μάλιστα, που μυρίζει μπαρούτι για την Ευρώπη και τον κόσμο!
Αντί λοιπόν, να ψελλίζουν οι κυβερνητικοί παράγοντες, στις έκτακτες συσκέψεις τους, τα περί ιστορικών σχέσεων με τη Ρωσία, την σημασία των οποίων έχουν ξεχάσει εντελώς στο θέμα της ουκρανικής κρίσης, με το να στηρίζουν τις νεοναζιστικές συμμορίες του Κιέβου, αφού δεν έχουν το σθένος να αντιταχθούν στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, αφού δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν πολιτική προστασίας των ελληνικών συμφερόντων και των ελλήνων παραγωγών, συναισθανόμενοι και το μέγεθος των παραμέτρων της ουκρανικής κρίσης για τη σημερινή παγκόσμια συγκυρία, καλά θα είναι να παραιτηθούν τώρα και να οδηγήσουν τη χώρα σε εκλογές, πριν είναι πολύ αργά. Για να υπάρξει μέσα από την λαϊκή ετυμηγορία, μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που θα ακολουθήσει μια ανοικτή εξωτερική πολιτική υπεράσπισης των συμφερόντων της χώρας και όχι των κυρίαρχων ηγεμόνων της ΕΕ.
Μια κυβέρνηση που θα αντιταχθεί στο νέο ψυχροπολεμικό κλίμα, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε απερίγραπτες εξελίξεις. Μια κυβέρνηση, που θα βγάλει τη χώρα από τη θέση του ουραγού και του δορυφόρου. Θα ακολουθήσει πολιτική ενίσχυσης των σχέσεων με τη Ρωσία και άλλες χώρες, στα πλαίσια μιας πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής, η οποία θα παίρνει υπ όψιν την αναδυόμενη νέα παγκόσμια πραγματικότητα. Θα ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική, που θα προστατεύει τα συμφέροντα του ελληνικού λαού και των ελλήνων παραγωγών. Εξάλλου τα ιστορικά διδάγματα της πάλαι ποτέ ουκρανικής εκστρατείας και των δεινών της μικρασιατικής πολιτικής, αποτελούν χρήσιμες και ηχηρές υπενθυμίσεις για το σήμερα!

ΤΟ ΣΚΑΚΙ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΑΜΑΡΑ – ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ



Εκτύπωση

ΤΟ ΣΚΑΚΙ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΣΑΜΑΡΑ – ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ



Του ΣΩΤΗΡΗ ΣΙΔΕΡΗ
Μέσα σε λίγες εβδομάδες η ελληνική εξωτερική πολιτική και προσωπικά οι Σαμαράς και Βενιζέλος δέχθηκαν αλλεπάλληλα ταπεινωτικά χτυπήματα από την Αλβανία που, με τις πλάτες πλέον της Γερμανίας αλλά και των ΗΠΑ, δημιουργούν συνθήκες στρατηγικής έντασης με την Ελλάδα, κατάσταση που πρέπει να προκαλέσει εντονότατο προβληματισμό για την σταθερότητα, όχι μόνο των διμερών σχέσεων, αλλά όλης της περιοχής.
Η πατριωτική φούσκα του κ. Σαμαρά και η ανεπάρκεια του κ. Βενιζέλου ήταν θέμα χρόνου να ακουστούν με πάταγο, αλλά παρόλα αυτά, η ελληνική πολιτική σκηνή, αδυνατεί να κατανοήσει τη φύση των εξελίξεων στην περιοχή και να αντιδράσει.
Η ελληνική κυβέρνηση με δημόσιες δηλώσεις της εδώ και μήνες είχε δεσμευθεί ότι θα στηρίξει το αίτημα της Αλβανίας να λάβει το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ από τον Δεκέμβριο του 2013. Σε εκείνη όμως τη Σύνοδο Κορυφής, το Βερολίνο έθεσε βέτο, απλά και μόνο για να αποδείξει ότι είναι η Γερμανία που αποφασίζει ποια χώρα θα προχωρήσει στην ΕΕ και με ποιους όρους. Όμως, η συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου δεν πτοήθηκε και συνέχισε να στηρίζει τα Τίρανα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, παρά τα ανοιχτά διμερή μέτωπα και κυρίως χωρίς η Αλβανία να δεσμευθεί ότι θα κυρώσει τη συμφωνία του 2009 για την ΑΟΖ, που ως γνωστόν έχει παγώσει με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Θεωρητικά, η Αθήνα ανέμενε ότι μετά την απόφαση από την ΕΕ, η Αλβανία θα κύρωνε τη συμφωνία του 2009, ίσως με κάποια μικροπροσθήκη, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα αναγνώριζε και το Κόσσοβο. Φυσικά όλα αυτά έχουν ήδη καταρρεύσει καθώς τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν με ταχύτητα.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Πριν τη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Ιουνίου, η Αυστρία ανέλαβε πρωτοβουλία για την υποστήριξη του αλβανικού αιτήματος. Το σχετικό κείμενο το υπέγραψαν οι περισσότερες χώρες της ΕΕ κυρίως σύμμαχοι του Βερολίνου. Τα πράγματα είχαν αλλάξει πλέον και τα Τίρανα προσέφυγαν στην αγκαλιά της Μέρκελ και εκείνη την πρόσφερε, καθώς στόχος της είναι να αποσπάσει την Αλβανία από τις ΗΠΑ. Η ελληνική κυβέρνηση πάλι δεν έθεσε κανέναν όρο και στις 25 Ιουνίου ελήφθη η απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών υπέρ της Αλβανίας και την επικύρωσε την επομένη η Σύνοδος Κορυφής.
Την ημέρα που η ΕΕ αποφάσιζε να πάρει η Αλβανία το καθεστώς της υποψήφιας χώρας, ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα, συνοδευόμενος από υπουργούς του, επισκέφθηκε έκθεση στα Τίρανα για την «γενοκτονία των Τσάμηδων», των συνεργατών των Ναζί, που αντί να απολογούνται για τα εγκλήματά τους στο πλευρό των Ναζί , επικρίνουν την Ελλάδα για γενοκτονία!
Το διάβημα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για την κίνηση Ράμα πετάχτηκε στα σκουπίδια. Όπως στα σκουπίδια πετάχτηκαν και οι οχλήσεις της ελληνικής πλευράς να εκδοθεί μια ανακοίνωση στα Τίρανα με την οποία να ευχαριστούν την Αθήνα για την συμπαράστασή της στην ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας….
ΔΙΩΞΕΙΣ…
Λίγο πριν ληφθεί η απόφαση της Συνόδου Κορυφής και ενώ η Γερμανία και οι σύμμαχοι της είχαν διαβεβαιώσει τον Εντι Ράμα ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά υπήρξε μια ακόμη εκπληκτική εξέλιξη.
Ο υπουργός Εξωτερικών Μπουσάτι, ζήτησε από την εισαγγελία Τιράνων , να ερευνήσει αν και κατά πόσο, όσοι διαπραγματεύθηκαν τη συμφωνία Ελλάδας –Αλβανίας του 2009, διέπραξαν το αδίκημα της εθνικής προδοσίας(!) παραχωρώντας αλβανικό έδαφος στην Ελλάδα, μέσω της συμφωνίας. Σημειώνεται ότι για την επίτευξη της συμφωνίας, ακολουθήθηκε η μέθοδος της μέσης γραμμής για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών ,ακριβώς η ίδια διαδικασία που ακολουθήθηκε στη συμφωνία της Ιταλίας με την Αλβανία, αλλά ο Ράμα δεν κατήγγειλε τη συμφωνία με τη Ρώμη που βεβαίως ισχύει μέχρι σήμερα.
Στις 6 Αυγούστου, οι εξελίξεις μορφοποιήθηκαν πλήρως. Όπως έγινε γνωστό η Εισαγγελία Τιράνων άσκησε ποινική δίωξη σε βάρος όλων όσοι σχετίζονται με την κατάρτιση της συμφωνίας για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων με την Ελλάδα. Εισαγγελικές πηγές, τις οποίες επικαλούνται τα αλβανικά ΜΜΕ, αναφέρουν ότι η Εισαγγελία έχει σοβαρές υπόνοιες ότι με τη συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες θίχτηκαν σοβαρά τα συμφέροντα της Αλβανίας.
Οι εισαγγελείς -σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες- προχώρησαν στη διερεύνηση της υπόθεσης μετά την παραχώρηση του σχετικού υλικού από το υπουργείο Εξωτερικών και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την παραβίαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα της Αλβανίας.
Το εν λόγω Άρθρο προβλέπει ότι για ποινικά αδικήματα που αφορούν υπογραφή συμφωνιών με ξένα κράτη, με αποτέλεσμα μερική ή ολική εκχώρηση επικράτειας (παραβίαση εδαφικής ακεραιότητας), ηποινή φυλάκισης είναι από 5 μέχρι 10 χρόνια.
Η Εισαγγελία Τιράνων αναμένεται να καλέσει 11 εμπειρογνώμονες της διαπραγματευτικής ομάδας που συμμετείχαν στη σύνταξη της συμφωνίας, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιώνεται, μέχρι στιγμής, αν η σχετική λίστα περιλαμβάνει και το όνομα του τότε υπουργού Εξωτερικών Λουλεζίμ Μπάσα.
Ποιος Αλβανός πολιτικός θα επιχειρήσει στο μέλλον να συζητήσει με την Ελλάδα την οριοθέτηση της ΑΟΖ; Η συμφωνία έχει καταρρεύσει και η χώρα μας σύρεται σε νέα διαπραγμάτευση, που προφανώς δεν πρέπει να δεχθεί . Αλλά που συζητούνται όλα αυτά; Πουθενά είναι η απάντηση.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΑΥΑΓΙΟΥ
Πρόκειται για το απόλυτο θέατρο. Απλοί εισαγγελείς αποφαίνονται για την εγκυρότητα μιας συμφωνίας που έχει εκατοντάδες ειδικά στοιχεία και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Πρόκειται για πολιτική απόφαση, όπως πολιτική ήταν και η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Την σκυτάλη της διπλωματίας ανέλαβε η εισαγγελία και όλα αυτά , είναι προφανές, δυναμιτίζουν το κλίμα στις διμερείς σχέσεις.
Είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθεί μια μεγάλη βαλκανική κρίση, καθώς η Γερμανία όπως είναι ήδη γνωστό, αναμειγνύεται και στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της αλβανικής ατζέντας στην ευρύτερη περιοχή και διαδραματίζει στρατηγικό ρόλο στις σχέσεις Σερβίας –Κοσσόβου. Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός υποδαυλίζεται συστηματικά και παρά τα επικοινωνιακά διαλείμματα , επανέρχεται κάθε φορά , πιο έντονος. Σημειώνεται ότι εκτός από τα θέματα αυτά, η Αλβανία προχώρησε στην συνένωση της Χειμάρρας με δήμους που υπονομεύουν τον μειονοτικό της χαρακτήρα, ενώ όπως έγινε γνωστό, ιδρύθηκε ένας νέος δήμος στα ελληνοαλβανικά σύνορα με την ονομασία «Δήμος Τσαμουριάς»
Η Ελλάδα έχει οδηγηθεί στο περιθώριο των εξελίξεων. Οι εθνικισμοί υποδαυλίζονται , η οικονομική κατάσταση στα Βαλκάνια επιδεινώνεται, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις , είναι βέβαιο ότι θα οξυνθούν. Η ροή των εξελίξεων επιβαρύνει το κλίμα, αλλά το χειρότερο και πιο επικίνδυνο στοιχείο είναι η ανάμειξη άλλων χωρών που υποδαυλίζουν τα προβλήματα και ωθούν τα Τίρανα σε όξυνση με την Ελλάδα.
Το δίδυμο Σαμαρά –Βενιζέλου βλάπτει σοβαρά και  την ελληνική εξωτερική πολιτική, που είναι καιρός να αντιδράσει, όχι βέβαια σε εθνικιστικό πλαίσιο, αλλά με βάση έναν στρατηγικό σχεδιασμό και πρωτοβουλίες, με συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως στη βουλή που αρνείται συστηματικά ώστε να καταστεί σαφές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει και διπλωματικό πειραματόζωο. Η κρίση με την Ρωσία και η αυταρχική επιστροφή των ΗΠΑ στην Ευρώπη στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέμου ωθεί και την Γερμανία στο να διευρύνει την δική της ζώνη επιρροής. Και ως γνωστόν τα Βαλκάνια είναι στη ζώνη κινδύνου, ιστορικά μάλιστα.
ΥΓ. Πέρα από το κυβερνητικό ναυάγιο στην εξωτερική πολιτική, κάποιος ή κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τα κράτη πορεύονται στο μέλλον, με βάση τις επιτυχίες τους στις διεθνείς σχέσεις , την προάσπιση των καλώς νοουμένων εθνικών συμφερόντων, τις στρατηγικές συμμαχίες τους και τον πολιτικό σχεδιασμό τους . Προφανώς τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα ιεραρχούνται πολύ ψηλά στην ατζέντα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζουμε την εξωτερική πολιτική. Γιατί και να θέλει κάποιος να την εξαφανίσει, η σκληρή πραγματικότητα θα έρθει αμείλικτη να τα θυμίσει. Και οι αιματοχυσίες γύρω μας, ήδη μας στέλνουν σήματα…

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Ο Μανιάτης θα μοιράσει την… πίτα (σε Ιόνιο, Νότια Κρήτη)

Ο Μανιάτης θα μοιράσει την… πίτα (σε Ιόνιο, Νότια Κρήτη)
Της Αρτέμιδος Σπηλιώτη

Χωρίς έγκριση της Βουλής θα γίνει η επικύρωση των συμβάσεων παραχώρησης έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και Νότια Κρήτη. Στην προκήρυξη, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε., δεν υπάρχει καμία αναφορά για παραπομπή στο Κοινοβούλιο με τη μορφή νομοσχεδίου, όπως έγινε με τις συμβάσεις open door (Κατάκολο, Ιωάννινα, Πατραϊκό Κόλπο) που αναμένεται να κατατεθούν για κύρωση στο τρίτο θερινό τμήμα της Βουλής. Στην περίπτωση, όμως, του Ιονίου και της Νότιας Κρήτης, η κυβέρνηση επιλέγει να παρακάμψει τη Βουλή και να δώσει υπερεξουσίες στον υπουργό Ενέργειας καθώς προβλέπει ότι:

1. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή Αξιολόγησης θα υποβάλει εγγράφως στον υπουργό για έγκριση τον πίνακα κατάταξης συνοδευόμενο από πρόταση για τον ορισμό του Επιλεγέντος Αιτούντος για κάθε Περιοχή προς Παραχώρηση.

2. Ο υπουργός έχει πλήρη διακριτική ευχέρεια ως προς τη σύναψη Συμφωνίας Μίσθωσης με έναν Αιτούντα, και μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης στον βαθμό που κρίνει αναγκαίο ή να λαμβάνει υπόψη οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες ή να επιβάλλει άλλους όρους ή προϋποθέσεις επιθυμητούς από το υπουργείο.

3. Επιπλέον, το υπουργείο διατηρεί το δικαίωμα, κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια, προ της υποβολής αιτήσεων και άνευ εξηγήσεων, να: 1) αποσύρει, προσθέτει, αντικαθιστά όλες ή μερικές από τις προσφερόμενες Περιοχές προς Παραχώρηση, 2) ανακαλεί οποιονδήποτε όρο ως προς την αξιολόγηση των Αιτούντων, 3) αναθεωρεί τα χρονοδιαγράμματα, τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις της πρόσκλησης.

Σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα της υπόθεσης «έρευνα – εξόρυξη υδρογονανθράκων», στην οποία έχει επενδύσει πολλά η κυβέρνηση, με βάση την προκήρυξη σε Ιόνιο και Νότια Κρήτη, αν δεν υπάρξουν παρατράγουδα οι συμβάσεις θα υπογραφούν στα τέλη του 2015. Ειδικότερα, οι αιτήσεις για τα 20 θαλάσσια μπλοκ θα γίνονται δεκτές έξι μήνες μετά τη δημοσίευση της Ανακοίνωσης της Πρόσκλησης Υποβολής Προσφορών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ε.Ε. Στη συνέχεια θα απαιτηθούν συνολικά έξι μήνες για την αξιολόγηση και τη σύναψη της σύμβασης σε κάθε περιοχή.

Εντός έξι ετών οι ανάδοχοι θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει τις σεισμικές έρευνες δύο και τριών διαστάσεων (2D, 3D) και σε χρονικό διάστημα που δεν θα ξεπερνά τα δύο έτη θα πρέπει να έχουν προχωρήσει σε γεωτρήσεις.

Εκτός οι μικρές εταιρείες

Οι όροι της προκήρυξης αποκλείουν μικρές ερευνητικές εταιρείες καθώς στη βαθμολόγηση των προτάσεων θα ληφθεί υπόψη η αποδεδειγμένη πείρα του αναδόχου σε θαλάσσιες περιοχές εξαιρετικά υψηλού βάθους (άνω των 1.000 μέτρων) και περιβαλλοντικά ευαίσθητες. Οι μικρές εταιρείες αποκλείονται επί της ουσίας και από τις κοινοπραξίες καθώς στην προκήρυξη υπάρχει ο όρος ότι «κάθε μέλος της κοινοπραξίας αποδέχεται ευθύνη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις του Αιτούντος». Κι αυτό γιατί οι μικρές εταιρείες πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να αναλάβουν τη συνολική ευθύνη για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση. Σημειώνεται ότι ο όρος αυτός υπήρχε αρχικά στις συμβάσεις με τις κοινοπραξίες για τις περιοχές του open door (Ιωάννινα, Πατραϊκός, Κατάκολο) και τελικά αποσύρθηκε, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Οι προς εξερεύνηση θαλάσσιες περιοχές βρίσκονται στο Ιόνιο (11), στη νότια Κρήτη (8) και στη δυτική Κρήτη (1).

Τέλος, το υπουργείο Ενέργειας ξεκίνησε τη διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών σε τρεις χερσαίες περιοχές (Πρέβεζα, βορειοδυτική Πελοπόννησος, Αιτωλοακαρνανία) μετά το ενδιαφέρον που εκδήλωσε η ιταλική Enel να πραγματοποιήσει έρευνες. Έτσι, βάσει του νόμου 2289/1995, δίνεται η δυνατότητα σε όλους τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους και να υποβάλουν προσφορές για τις περιοχές αυτές.

Νέα ΚΑΠ, παλιά συνταγή

Νέα ΚΑΠ, παλιά συνταγή
Του Δημήτρη Καμπούρη*

Εφυγε για Βρυξέλλες ο εθνικός φάκελος και μαζί του πήρε τις ελπίδες και τις προσδοκίες για την αλλαγή της νοοτροπίας, της πολιτικής σκέψης και της ζωής πολλών ανθρώπων, όχι μόνο αγροτών και κτηνοτρόφων, αλλά και όσων συνδέονται παραγωγικά και οικονομικά με τον πρωτογενή τομέα. Επί ένα χρόνο μάς προβλημάτισε, μας κράτησε σε αγωνία το περιεχόμενό του, και η τελική του κατάληξη βρίσκει πολλούς με ένα μολύβι και χαρτί να υπολογίζουν κέρδη και ζημίες. Η σύντομη διαβούλευση που προηγήθηκε υπήρξε προσχηματική και ο διάλογος περιορισμένος και μονόπλευρος, με επίφαση δημοκρατικότητας την κατάθεση των αιτημάτων και των προτάσεων των συλλογικών φορέων. Τα πάντα ήταν προσχεδιασμένα και δρομολογημένα ήδη από τη σύλληψη και την ευρωπαϊκή πορεία του Νέου Φακέλου.

Οι Ευρωπαίοι έπρεπε να αποφασίσουν, μέσα σ' ένα πλαίσιο διεθνούς ανταγωνισμού, την προστασία των εισοδημάτων και των οικονομιών τους. Η νέα επιδοτούμενη Κοινή Αγροτική Πολιτική, μονόδρομος για τη διασφάλιση της διατροφικής επάρκειας, της παραγωγικής βάσης της οικονομίας και της δημοσιονομικής τους πολιτικής, θα έπρεπε να έχει στόχο τη συγκράτηση των τιμών των επιδοτούμενων αγροτικών προϊόντων με σκοπό την προστασία των εισοδημάτων. Ωστόσο, επέβαλαν θεσμικά, αλλά και στη συνείδηση όλων μας, το νέο πλαίσιο.

Το Ευρωκοινοβούλιο, ευθυγραμμισμένο πολιτικά στις κυρίαρχες πολιτικές και με υποβαθμισμένο τον θεσμικό πολιτικό του ρόλο, δεν το διαφοροποίησε και οι εθνικές κυβερνήσεις, με τις αντίστοιχες υπουργικές πολιτικές ηγεσίες, διαμόρφωσαν τον τελικό εθνικό φάκελο, χωρίς πολλά περιθώρια εθνικών επιλογών.

Τρεις τελικά οι περιφέρειες, κομματικά προσδιορισμένες και πελατειακά καθορισμένες, δίνουν την αίσθηση ότι όλοι είναι κερδισμένοι. Ψευδαίσθηση και απατηλή εικόνα την οποία καλλιεργούν το θολό τοπίο, η αβεβαιότητα και η παραπλανητική εικόνα ενίσχυσης της κτηνοτροφίας. Κερδισμένοι θα είναι οι μεγαλοαγρότες – νεοτσιφλικάδες με χιλιάδες στρέμματα επιδοτούμενων εκτάσεων, ενοικιαζόμενα ή ιδιόκτητα, αγορασμένα, λόγω κρίσης, έναντι πινακίου φακής. Κερδισμένοι, επίσης, θα είναι οι μεγαλοκτηνοτρόφοι, οι οποίοι χίλιασαν τα τελευταία χρόνια τα κοπάδια (έλεγα κάποτε στη γυναίκα μου ότι το όνειρό μου ήταν να γίνω καθηγητής στο πανεπιστήμιο ή να κάνω χίλια γίδια) αγοράζοντας τα κοπάδια των μικρών, οι οποίοι, λόγω κρίσης, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν. Οι περισσότεροι θα έχουν αρνητικό ισοζύγιο.

Χάθηκε άλλη μια ευκαιρία στρατηγικού σχεδιασμού ανάπτυξης του πρωτογενούς τομέα. Χάθηκε άλλη μια ευκαιρία ανάδειξης του πρωτογενούς τομέα και ειδικότερα της κτηνοτροφίας ως δυναμικού πυλώνα της οικονομίας, ο οποίος θα μπορούσε να αναζωογονήσει και να ενεργοποιήσει παρεμφερείς παραγωγικούς κλάδους όχι μόνο της μεταποίησης αλλά και της ελαφριάς βιομηχανίας. Βαριά βιομηχανία δεν πρόκειται να αποκτήσουμε ποτέ και ούτε να γίνουμε βιομηχανική χώρα. Μπορούμε, όμως, να αποκτήσουμε ελαφριά βιομηχανία, η οποία συνδεδεμένη με τον πρωτογενή τομέα να δώσει ώθηση στην οικονομία και την ανάπτυξη.

Δυστυχώς κυριάρχησε για άλλη μια φορά ο κυβερνητικός κομματισμός (το τελικό κείμενο της ΚΑΠ, πριν ενημερωθεί η Βουλή, είχε τη θετική εισήγηση των γραμματειών αγροτικού του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ.), ο παραγοντισμός, οι πελατειακές σχέσεις, ο καιροσκοπισμός, το μικροσυμφέρον κάποιων συγκεκριμένων ομάδων παραγωγών, η διατήρηση των ισορροπιών λόγω των πιθανολογούμενων πρόωρων εκλογών.

Υπήρχε εναλλακτική ολοκληρωμένη αριστερή πρόταση; Θα μπορούσε να υπάρξει, αν όμως η Αριστερά -στο σύνολό της- απαντούσε στο ερώτημα ποια Ευρώπη θέλουμε. Εάν ξεκαθάριζε το εάν θέλει τη ρήξη και τη σύγκρουση ή τη δικαιότερη, προς όφελος των ασθενέστερων, διαχείριση. Η απάντηση στο ερώτημα θα καθόριζε και τον δικό της φάκελο-πρόταση. Οι κτηνοτρόφοι, πάντως, με την Πανελλήνια Ενωσή τους (ΠΕΚ) είχαν τη δική τους πρόταση. Μία περιφέρεια – μία τιμή. Πρόταση διαχειριστική αλλά και συγκρουσιακή ταυτόχρονα, ως αίτημα δίκαιης και ισομερούς κατανομής όλων των εκτάσεων με ταυτόχρονη ενίσχυση της κτηνοτροφίας, η οποία αναπτυσσόμενη θα μπορούσε να συμπαρασύρει όχι μόνο τη γεωργία αλλά και την οικονομία της χώρας.

Παλιά λοιπόν η συνταγή του νέου εθνικού φακέλου της ΚΑΠ αλλά δοκιμασμένη ως παλαιοκομματική αντίληψη. Δεν μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε και περιμένουμε τη διάψευση των προσδοκιών μας με την έναρξή της -την 1/1/2015- και τη σταδιακή σύγκλιση περιφερειών και τιμών.
  
*Δάσκαλος, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών, Πρόεδρος Πανελλήνιας Ενωσης Κτηνοτρόφων

Η κληρονομιά της «4ης Αυγούστου»

Η κληρονομιά της «4ης Αυγούστου»

Του Δημήτρη Ψαρρά

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι κρυφοί οπαδοί του μεταξικού καθεστώτος περιορίζονταν στο επιχείρημα ότι ο Μεταξάς είπε το «Οχι», επομένως είναι εθνικός ηγέτης και οπωσδήποτε δεν μπορεί να μείνει στην ιστορία ως φασίστας, εφόσον αυτός είναι που πολέμησε τον φασισμό. Είδαμε όμως από το 2006, με αφορμή τα εβδομήντα χρόνια της δικτατορίας της «4ης Αυγούστου», να αναπλάθεται σε καθωσπρέπει Μέσα Ενημέρωσης και ο μύθος του «κοινωνικού» Μεταξά, με την επανάληψη της θεωρίας ότι ο δικτάτορας είναι εκείνος που ίδρυσε το ΙΚΑ, που θέσπισε τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, που επέβαλε το οκτάωρο και το εξαήμερο στην εργασία.

Θαυμαστής του Χίτλερ


Ως προς τον «αντιφασισμό» του Μεταξά, αρκεί κανείς να διαβάσει το «Ημερολόγιό» του για να αντιληφθεί τα πραγματικά του αισθήματα απέναντι στα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Μπορεί να μην πήρε το μεταξικό καθεστώς πλήρη φασιστική μορφή, αλλά αυτό δεν οφειλόταν σε δισταγμό του Μεταξά. Αντιθέτως, εκείνος επιχείρησε να δημιουργήσει, μέσω της Νεολαίας «του», της ΕΟΝ, μια οργάνωση ανάλογη με εκείνη που παρατηρούσε στην Ιταλία και τη Γερμανία. Μόνο που δεν το κατάφερε, γιατί η οργάνωση αυτή δεν υπήρξε αποτέλεσμα ενός κινήματος μαζών, όπως συνέβαινε στα άλλα μεσοπολεμικά ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Ετσι η μεταξική δικτατορία παρέμεινε κατά βάση ένα πραξικόπημα του βασιλιά και των μηχανισμών ασφαλείας του κράτους. Ενας από τους σύγχρονους απολογητές του μεταξικού καθεστώτος, ο ιδρυτής του Κόμματος 4ης Αυγούστου Κωνσταντίνος Πλεύρης, χαρακτηρίζει τον Μεταξά αντιδημοκράτη, αντικομμουνιστή, αντιμασόνο, αντιπλουραλιστή, αντιπλουτοκράτη «κατά τας αρνήσεις» και πατριώτη, φυλετιστή αξιοκράτη, κοινωνιστή «κατά τας θέσεις». Ο Πλεύρης επισημαίνει την εγγραφή του Μεταξά της 2/1/1941, στην οποία ο δικτάτορας λέει το παράπονό του, ότι από ιδεολογική σκοπιά δεν έπρεπε να εναντιωθεί ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι στο δικό του καθεστώς: «Η Ελλάς έγινε από 4ης Αυγούστου κράτος αντικομμουνιστικόν, κράτος αντικοινοβουλευτικόν, κράτος ολοκληρωτικόν, κράτος με βάσιν αγροτικήν και εργατικήν και κατά συνέπειαν αντιπλουτοκρατικόν». 



Αλλά και η «κοινωνική» διάσταση της δικτατορίας δεν είναι παρά ένας προπαγανδιστικός μύθος, τον οποίο λάνσαρε το ίδιο το καθεστώς. Ο Μεταξάς δεν ήταν παρά εκείνος που «έκοψε την κορδέλα» στα εγκαίνια του ΙΚΑ, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος («Το Βήμα», 28.10.2007). Ο νόμος για τις κοινωνικές ασφαλίσεις είχε ψηφιστεί από το 1932 (ν. 5733, κυβέρνηση Φιλελευθέρων) και συμπληρώθηκε το 1934 (ν. 6298, κυβέρνηση Λαϊκού Κόμματος). Η θέσπισή του αποτελούσε ένα από τα πρώτα αιτήματα του εργατικού κινήματος. Ο νόμος για τις Συλλογικές Συμβάσεις είχε ψηφιστεί από το 1935! Και είναι βέβαια εξωφρενικό να συγκαταλέγονται οι Συλλογικές Συμβάσεις στα θετικά ενός καθεστώτος που κατάργησε τον ελεύθερο συνδικαλισμό, ενώ ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει ήδη, προτού κηρύξει τη δικτατορία, τον νόμο περί υποχρεωτικής διαιτησίας.

Μετά τον διορισμό του από τον Γεώργιο τον Απρίλιο του 1936 στη θέση του πρωθυπουργού, ο Μεταξάς στις προγραμματικές του δηλώσεις ανακοίνωσε ότι «θα επιδιώξη να θέση εις βαθμιαίαν και τμηματικήν εφαρμογήν τον θεσμόν των κοινωνικών ασφαλίσεων», με συνέπεια να δεχτεί την αντίδραση σύσσωμης της αντιπολίτευσης για την καθυστέρηση. Οσο για την τύχη του συνόλου των εργατικών αιτημάτων κατά το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι για να επιβάλει τη δικτατορία ο Μεταξάς σ’ αυτή την ημερομηνία επικαλέστηκε ως πρόσχημα την εξαγγελθείσα μεγάλη απεργία, η οποία είχε ως βασικά αιτήματα ακριβώς αυτά!

Πίσω από την ανάπλαση του μύθου του «κοινωνικού» Μεταξά δύσκολα κρύβονται οι πραγματικές πολιτικές προθέσεις εκείνων που την επιχειρούν. Εμφανίζοντας το πλαστό αυτό «φιλολαϊκό» προφίλ ενός αποδεδειγμένα αντιδημοκρατικού καθεστώτος, εμμέσως υπονοούν ότι οι απαραίτητες «κοινωνικές μεταρρυθμίσεις» ενδεχομένως απαιτούν για την εφαρμογή τους έναν σχετικό πολιτικό αυταρχισμό, σε βάρος ακόμα και της ίδιας της δημοκρατίας.

Χρυσή Αυγή και άλλοι

Οι θέσεις αυτές είναι εξαιρετικά διαδομένες. Δεν αναφέρομαι μόνο στη Χρυσή Αυγή, η οποία ιδρύθηκε ως γνωστόν από στελέχη του Κόμματος 4ης Αυγούστου και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να προπαγανδίζει ένα αντιδημοκρατικό «εθνικό κράτος» στο πρότυπο του μεταξικού καθεστώτος. Τη θέση αυτή εμφανίζεται να πρεσβεύουν ακόμα και αναλυτές που δεν εντάσσουν τον εαυτό τους στους οπαδούς του Χίτλερ και του Μουσολίνι, αλλά δεν αρκούνται στον ήδη εκδηλωμένο κυβερνητικό αυταρχισμό και την αντιδημοκρατική διολίσθηση της περιόδου των Μνημονίων.

Από την εποχή του κινήματος των πλατειών, το 2011, η εφημερίδα «Βήμα», λ.χ., πρόβαλε από τη διαδικτυακή της έκδοση ένα άρθρο το οποίο ούτε λίγο-ούτε πολύ εισηγούνταν στην κυβέρνηση την άμεση εφαρμογή του άρθρου 48 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας και την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος.

Φασιστικός κατήφορος

Το άρθρο αυτό έχει ψηφιστεί για την αντιμετώπιση «πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος» και προβλέπει την αναστολή της «ελευθερίας κίνησης των Ελλήνων πολιτών στη χώρα», τη δυνατότητα «σύλληψης και φυλάκισης χωρίς δικαστικό ένταλμα», τα «έκτακτα δικαστήρια», την κατάργηση του «ασύλου της κατοικίας και του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», την απαγόρευση «δημόσιων συναθροίσεων», την κατάργηση της «ελευθερίας του Τύπου» την υποχρεωτική λογοκρισία, την απαγόρευση του συνδικαλισμού, των απεργιών κ.λπ..


Η εισαγωγή στη δημόσια συζήτηση παρόμοιων προτάσεων, οι οποίες δεν κρατούν καν τα προσχήματα, διευκολύνει βέβαια τους πατεντάτους οπαδούς του Μεταξά να εμφανίζονται ως μια «εναλλακτική λύση». Ας μην ψάχνουμε λοιπόν τις αιτίες για την εκλογική σταθεροποίηση της ναζιστικής οργάνωσης. Αν η κατάλυση της δημοκρατίας με τη μορφή του Μεταξά είναι η λύση, τότε γιατί όχι και με τη μορφή του Μιχαλολιάκου;